Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ὁ ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ

  γιος Νεομάρτυς Νικόλαος  Κορίνθιος [14.2.1554]

ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Ἀθ. Οἰκονόμου, δάσκαλο



ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΡΦΑΝΙΑ: Ὁ Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν τὸ 1510-1520 μ.Χ., ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, στὸ Ψάρι Κορινθίας, ἕνα μικρὸ ἄσημο χωριό, στὸ βουνὸ Ζάρηκα. Τὸν πατέρα του τὸν λέγανε Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα του Καλή. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ ξεχώριζαν στὸ χωριὸ γιὰ τὴν πίστη τους. Ὁ Νικόλαος, ἀπὸ μικρὸς ἀνετρέφετο ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του μὲ τὴν Ὀρθόδοξο πίστη. Ὅταν ὅμως ἔγινε δώδεκα χρονῶν, πέθαναν καὶ οἱ δύο του γονεῖς καὶ ὁ Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανὸς καὶ μόνος. Γιὰ νὰ ζήσει ἀναγκάστηκε νὰ ξενιτευτεῖ καὶ πῆγε στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης.

ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ: Ἐκεῖ ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια καὶ κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη. Κάποιος Σηλυβρινὸς τὸν ἐκτίμησε βαθύτατα καὶ λόγῳ ἐμπιστοσύνης, τοῦ ἀνέθεσε τὴν φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ του. Ὁ Νικόλαος ἐκεῖ στὴν Πόλη ἐργάστηκε εὐσυνείδητα. Ὅταν ὅμως ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία, ἀποφάσισε νὰ κάμει οἰκογένεια. Νυμφεύθηκε λοιπὸν μία φτωχή, ἀλλὰ καλὴ γυναίκα. Ἀπέκτησε μάλιστα ἀρκετὰ παιδιά. Γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του ἐργαζότανε στὴν ἀγορὰ ὡς παντοπώλης. Εἶχε ἀνοίξει μαγαζὶ τροφίμων σὲ καλὴ θέση, στὴν ἀγορὰ σὲ κεντρικὸ δρόμο. Κι ἐνῶ ἔβγαζε χρήματα πολλά, δὲν ξεχνοῦσε τὴ σωτηρία του καὶ τὴν πρόοδο τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῆς οἰκογενείας του.

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΦΘΟΝΟ: Κατὰ τὸ 34ο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Σουλτάνου Σουλεϊμὰν [1553-4] τοῦ λεγομένου καὶ “Μεγαλοπρεποῦς”, κι ἀφοῦ ὁ σουλτάνος αὐτὸς φόνευσε τὸν μεγαλύτερο υἱό του, ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Περσῶν. Κατὰ τὴν ἀπουσία του ἄφησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν Ἔπαρχο, Σινὰν ὀνομαζόμενο. Ἀλλὰ αὐτὸς ἤτανε θηρίο ἀνήμερο καὶ ὄχι ἄνθρωπος. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ κάθε Ὀθωμανός, ὅταν μισοῦσε ἕνα Χριστιανό, μποροῦσε νὰ τὸν καταγγείλει στὸν Σινάν. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ στὸν Νικόλαο. Μερικοὶ Τοῦρκοι ἀπὸ τὴ Σηλυβρία, ποὺ ἦταν γείτονες καὶ ἀνταγωνιστές του στὴν ἴδια ὁδό, ποὺ εἶχε τὸ μαγαζί του ὁ Νικόλαος, κινούμενοι ἀπὸ φθόνο, διότι ὁ Νικόλαος ἦταν τίμιος καὶ ὁ κόσμος τὸν προτιμοῦσε, τὸν συκοφάντησαν στὶς Ἀρχές, ὅτι ὕβρισε τὸν Προφήτη τους, τὸν Μωάμεθ.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΒΕΖΥΡΗ: Ὁ Ἔπαρχος, ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό του καὶ ζήτησε νὰ συλλάβουν τὸν Νικόλαο. Ὅταν τὸν φέρανε μπροστά του, τὸν ρώτησε: «Ὥστε εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ μοῦ εἴπανε γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ παραδέχεσαι τὸν Χριστὸ ὡς Θεό, ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Κοράνιό μας; Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεώς μας, τὸν ἀληθινὸ Προφήτη τὸν ἀποκαλεῖς, ἀθεόφοβε, παιδὶ τοῦ διαβόλου;» «Μάλιστα, Ἔπαρχε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, «ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὸν ἥλιο, ὅτι εἶναι σκοτεινός. Οὔτε τὴν νύκτα, ὅτι εἶναι φωτεινή. Ἔτσι καὶ τὸν Χριστό μου. Εἶναι -καὶ τὸ λέγω παντοῦ- Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Εἶναι φῶς καὶ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐνῶ ὁ δικός σας Μωάμεθ εἶναι σκότος ἀφεγγές, καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν τοὺς γκρεμίζει σὲ βάραθρα ἀπώλειας. Αὐτὸ ἄλλωστε τὸ εἶπε καὶ ὁ Χριστός μου: “Τυφλὸς τυφλόν, ἐὰν ὁδηγῆ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται”. Καὶ σεῖς ἑπομένως, ὅσοι ἀκολουθεῖτε ἕνα τυφλὸν ἄνθρωπο, τὸν Μωάμεθ, θὰ πέσετε εἰς βυθὸ ἀπώλειας. Ἀλλοίμονό σας, δύστυχοι»!

ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Μετὰ ἀπὸ τὴ γενναία ἀπάντηση τοῦ Μάρτυρα, ὁ Ἔπαρχος ἔγινε ἔξω φρενῶν καὶ διέταξε νὰ ρίξουν στὸ ἔδαφος τὸν Νικόλαο καὶ μὲ σκληρὰ ραβδιὰ νὰ τὸν κτυπήσουν ἀλύπητα στὰ πόδια, ὥσπου νὰ τὰ ματώσουν καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ βαδίσει. Οἱ στρατιῶτες, γιὰ νὰ ἀρέσουν στὸν Ἔπαρχο, τὸν κτυποῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη. Πονοῦσε ὁ Μάρτυς ἀφόρητα. Γιὰ νὰ τοῦ προξενήσουν ἀκόμη περισσοτέρους πόνους, βάζανε στὰ νύχια τῶν ποδιῶν του ἀγγίδες. Ἔτρεχε τὸ αἷμα σὰν αὐλάκι. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος παρ’ ὅλον τὸν πόνο, ποὺ ὑπέφερε, δὲν ἔβγαζε μιλιά. Μόνο προσευχότανε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ὁ Ἔπαρχος διέταξε κατόπιν καὶ τὸν κλείσανε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ στὸ σκοτάδι, μὲ χειροπέδες κι ἁλυσίδες στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, τὸν ἄφησαν τέσσερις μέρες. Αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Νικόλαος προσευχόταν συνεχῶς καὶ εὐχαριστοῦσε δοξολογώντας τὸ Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ πάθει γι’ Αὐτόν. Ἐκεῖ ὅμως, μέσα στὴ νύκτα ποὺ προσευχόταν, ξαφνικὰ ἔλαμψε τὸ κελὶ τῆς φυλακῆς, ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς. Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς λέγοντάς του: «Νικόλαε, ἔχε θάρρος. Παρακολουθῶ τὸν ἀγώνα σου. Νὰ ὑποφέρεις μέχρι τέλους». Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φυλακισμένου ὁ Κύριος. Ὁ Ἅγιος πῆρε μεγάλο θάρρος ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ. Πετοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά του καὶ φτερούγιζε ἡ καρδιά του.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΥΡΑΝΝΟ: Τὴν πέμπτη μέρα μετὰ τὸν ἐγκλεισμὸ τοῦ μάρτυρα, διέταξε ὁ Ἔπαρχος νὰ τὸν παρουσιάσουν μπροστά του στὸ δικαστήριο. Ἀλλὰ τὴ φορὰ αὐτὴ ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Ἔπαρχος, ἄλλαξε ὄψη καὶ “ντύθηκε” μὲ γλυκύτητα καὶ καλοσύνη, μὲ ὑποσχέσεις καὶ προσφορὲς ἀξιωμάτων, γιὰ νὰ δελεάσει τὸν Ἅγιο. Ὅμως ὁ Νικόλαος κατατρόπωσε τὸν Ἔπαρχο. Δὲν φανταζότανε ποτέ, ὅτι βρισκόταν ἄνθρωπος μὲ τόσο θάρρος καὶ γενναιότητα νὰ τοῦ τὰ πεῖ κατὰ πρόσωπον. Ὁ τύραννος ἀγρίεψε ἀκόμη περισσότερο. Γι’ αὐτὸ διέταξε τοὺς δήμιους νὰ τὸν γδύσουν καὶ νὰ τὸν ντύσουν μία φόρμα κατάσαρκα. Τοῦ κρέμασαν κατόπιν δύο βαριὲς ἁλυσίδες στὸ λαιμὸ καὶ τὸν περιέφεραν σὲ ὅλη τὴν κεντρικὴ ὁδὸ τῆς ἀγορᾶς. Φώναζαν δὲ καὶ ἔλεγαν: «Αὐτὰ παθαίνει, ὅποιος βρίζει τὸν Μωάμεθ». Ὁ Ἅγιος πήγαινε χαρούμενος σ’ αὐτὴν τὴν διαπόμπευσή του.

ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ: Ὑπάρχει νόμος στοὺς Μωαμεθανοὺς -δυστυχῶς ἰσχύει ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ πιστοὺς τηρητὲς τῆς “σαρίας”, ὅπως στοὺς Τζιχαντιστὲς καὶ σὲ “θεο”κρατικὰ καθεστῶτα τοῦ Ἰσλὰμ- ποὺ ἐπιτάσσει νὰ καίγεται στὴ φωτιά, ὅποιος βρίζει τὴν θρησκεία τους. Αὐτὴ ἡ τιμωρία ὁρίστηκε καὶ γιὰ τὸν Νικόλαο. Ἄναψαν λοιπὸν στὸν Ἱππόδρομο μεγάλη φωτιά. Τραβούσανε τὸν Ἅγιο οἱ ἄπιστοι νὰ τὸν κάψουν. Αὐτὸς ὅμως ὁ μακάριος ἀτάραχος, σὰν ἀρνὶ ἄκακο, πήγαινε κοντά τους πρόθυμα. Ὁ Ἔπαρχος κάλεσε κοντά του τὸν Ἅγιο, μακριὰ ἀπὸ τὴν πυρὰ καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι καὶ πάλι τὸν ἐλέγχει καὶ παραμένει στὴν πίστη του, διέταξε τοὺς δήμιους νὰ σύρουν τὸν Ἅγιο κοντὰ στὴ φωτιά. Οἱ τύραννοι ἕσφιξαν τὰ χέρια του δένοντάς τα πισθάγκωνα. Κι ἐνῶ ἡ φωτιὰ ἔκαιγε καὶ τριζοβολοῦσαν ἀπειλητικὰ κοντὰ στὸν ἀμίλητο Μάρτυρα, ποὺ θερμὰ προσευχόταν στὸν Κύριο, τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων ἀπίστων ἀλάλαζε μὲ ἀγριότητα. Τὸ μαρτύριο, ποὺ ἀκολούθησε ἦταν φοβερό. Οἱ δήμιοι ἔβαλαν τὸ ἡμίγυμνο σῶμα τοῦ Μάρτυρος Νικολάου στὴν ἄκρη τῆς φωτιᾶς. Τὸ ξεροψήνανε καγχάζοντας καὶ βρίζοντας τὴν Χριστιανικὴ Πίστη. Ἤθελαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ παρατείνουν τοὺς φρικτοὺς πόνους του, γιατί ἔτσι πίστευαν πὼς ὁ Νικόλαος θὰ ἐγκατέλειπε τὸν ἀγώνα. Ἤλπιζαν ἀκόμη νὰ τὸν γελοιοποιήσουν τὴν στιγμὴ ποὺ θ’ ἄρχιζε νὰ ζητεῖ βοήθεια. Ἡ φωτιὰ συγκλόνιζε τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος. Πόνοι φοβεροὶ τὸν σπάθιζαν. Ἡ φωτιὰ ἄρχισε νὰ τὸν λειώνει, νὰ τὸν παραμορφώνει, νὰ τοῦ προκαλεῖ ἀτέλειωτη ὀδύνη. Ἄδικα περίμεναν οἱ δήμιοι καὶ τὸ πλῆθος τῶν Μωαμεθανῶν, ποὺ παρακολουθοῦσε τὸ μαρτύριο, νὰ διαμαρτυρηθεῖ ἢ νὰ κλονισθεῖ ἡ πίστη τοῦ Ἁγίου. Πονοῦσε, φλεγόταν, συγκλονιζόταν, ἀλλὰ μὲ προσευχὴ προχωροῦσε στὸ στάδιο τοῦ Μαρτυρίου του. Τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων τοῦ φώναζε νὰ ἀκούσει καὶ ὑποχωρήσει στὰ λόγια τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος ἔμενε ἀνένδοτος καὶ σταθερὸς σὰ βράχος. Μάλιστα, ὅσο εἶχε ἀκόμη πνοὴ προσευχόταν στὸν Θεὸ καὶ ἤλεγχε τὸν Ἔπαρχο γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ τὸ ψεῦδος τῆς θρησκείας του. Κήρυττε δὲ τὸν Χριστὸ μὲ θέρμη μέχρι, ποὺ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἀρθρώσει λέξη. Καὶ ὅταν ἡ φωτιὰ σχεδὸν κατέφαγε τὸ σῶμα καὶ τὶς αἰσθήσεις του, τότε ὁ Μάρτυς ἔκλινε τὸ κεφάλι του πρὸς τὰ δεξιὰ εὐτυχισμένα καὶ νικητήρια. Πλησίασε κατόπιν βουβὸς καὶ βλοσυρὸς ὁ δήμιος, τράβῆξε τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα ἔξω ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔβγαλε τὶς ἁλυσίδες ἀπὸ τὸ λαιμὸ τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ἔκοψε τὴν ἁγία του κεφαλήν. Ἦταν ἡ 14 Φεβρουαρίου τοῦ 1554. Ἦταν ἡμέρα Πέμπτη καὶ ὥρα 12 τὸ μεσημέρι. Γιὰ νὰ μὴ πάρουν οἱ Χριστιανοὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἔχουν γιὰ ἁγιασμό, καθὼς ἔκαναν πάντοτε μὲ τοὺς μάρτυρες, ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ κόκκαλα σκυλιῶν, καὶ πτώματα ἄλλων ζώων(!), γιὰ νὰ γίνουν στάχτη καὶ γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὰ διακρίνουν οἱ Χριστιανοί. Ὁ Θεὸς ὅμως φρόντισε νὰ μείνει στοὺς πιστοὺς ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου. Διότι, μόλις τὴν ἔκοψε ὁ δήμιος, ἕνας Χριστιανὸς τὴν ἀγόρασε ἀμέσως ἀντὶ εἴκοσι χρυσῶν νομισμάτων. Ἔτσι διασώθηκε ἀπὸ τὴ φωτιά. Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη τὴ στείλανε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὰ Μετέωρα [Μεγάλο Μετέωρο].

ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ: Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση καὶ ὠφέλησε ἀφάνταστα τοὺς σκλαβωμένους Χριστιανούς. Τοὺς τόνωσε τὸ ἠθικὸ καὶ τοὺς κράτησε στὴν πίστη. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνεγνώρισε ἀμέσως Ἅγιο. Μετὰ τέσσαρα μόλις ἔτη, τὸ 1558, γράφτηκε καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἔγραψε ὁ σπουδαῖος καὶ λογιώτατος Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς Στουδίτης, ὁ Θεσσαλονικεύς.

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἦταν καὶ ἴσως ἀκόμη εἶναι, ἄγνωστος στὸν χριστιανικὸ κόσμο. Πολλοὶ ὣς καὶ σήμερα δὲν ἔχουν ἀκούσει γι’ αὐτόν. Εἶναι μόνον γνωστὸς στὴν πατρίδα του. Ἔγινε ὅμως, γνωστὸς τελευταίως καὶ ὡς ἑξῆς: Τὸ 1930, ὁ λόγιος, φιλομάρτυς Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων Ἰεζεκιήλ, περιοδεύοντας τὴν Πίνδο, ἔφτασε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Σιάμου. Τὸ Μοναστήρι ἦταν ἐρημωμένο. Ἦταν ἀπὸ τὰ τετρακόσια εἴκοσι(!) Μοναστήρια ποὺ διέλυσαν οἱ Προτεστάντες Βαυαροί, ὅταν ἔφθασαν μαζὶ μὲ τὸν νεαρὸ βασιλέα Ὄθωνα. Ψάχνοντας, λοιπόν, ὁ Δεσπότης στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ ἐρειπωμένου Μοναστηριοῦ, βρῆκε σὲ ἕνα σαρακοφαγωμένο συρτάρι ἕναν ἀπρόσμενο θησαυρό: ἕναν χειρόγραφο κώδικα, ποὺ περιεῖχε καὶ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νεοφανοῦς, ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται τὴν 14 Φεβρουαρίου. Στὸν ἴδιον κώδικα ὑπάρχει καὶ ἐγκωμιαστικὸς λόγος τοῦ ἴδιου Ἁγίου. Τὸν ἔγραψε ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνός, ὁ Στουδίτης. Εὐτυχῶς, στὶς ἡμέρες μας ἔχει ἀρχίζει νὰ τιμᾶται ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κορίνθιος. Στὸ χωριό του, τὸ Ψάρι τῆς Κορινθίας, κτίστηκε πρὶν λίγα χρόνια μὲ τὴν προθυμία τῶν συμπατριωτῶν του, μεγαλοπρεπὴς Ναὸς εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου τούτου.

Δοξαστικό.

Τάδε λέγει Κύριος τῷ ἀθλοφόρῳ: γενναῖε, τί ἐποίησάν σοι, ἀδίκως οἱ παράνομοι· ταῖς πληγαῖς σε κατέστιξαν, τῇ φρουρᾷ ἐπανέκλεισαν, ὥσπερ θύμα ἐπὶ φλόγα ὡλοκαυτώθης, γενναῖε, νῦν ἐγώ σοι ταῦτα πλουσίως ἀνταμείψομαι· ἀντὶ τῶν πόνων τρυφήν, ἀντὶ τῶν ἄθλων σου στέφος, ἀντὶ τῶν ἐπικήρων, τὰ ἄφθαρτα δωρήσομαι, καὶ χαίρων ἴθι λοιπόν, εἰς δόξαν τὴν ἀγείρω· κἀκεῖ με ἀνευφήμησον, ἐν τῷ Πατρὶ καὶ Πνεύματι γνῶθι μοι τοῖς ἔργοις μου Θεὸν ἀληθέστατον.