Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Η εις Άδου Κάθοδος μέσα από κείμενα της Καινής Διαθήκης (2ο μισό του 1ου αιώνα)



Σταματήσαμε σ’ αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της Χριστιανικής πίστεως, δηλαδή στην κάθοδο της θεανθρώπινης ψυχής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Άδη, για δύο κυρίως λόγους:
Ο πρώτος, είναι ότι το αδιαμφισβήτητο ιστορικό αυτό γεγονός, που περιγράφεται με σαφήνεια από τις Άγιες Γραφές, αλλά και από ολόκληρη τη Χριστιανική γραμματεία, λατρεία και τέχνη, σε όλους τους αιώνες, αποστομώνει αυτούς που κακόδοξα ισχυρίζονται ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ανύπαρκτη ως αόρατο συστατικό του ανθρώπου, και ότι ο Άδης είναι απλώς ο τάφος του.
Η κάθοδος της ψυχής του Χριστού στον Άδη, αποδεικνύει σαφώς και τελεσιδίκως, ότι και αόρατη ψυχή υπάρχει, μια και κατέβηκε μ’ αυτήν στον Άδη, και φυσικά Άδης, ως τόπος συγκέντρωσης των ασωμάτων ψυχών των κεκοιμημένων.
Σ’ αυτόν λοιπόν τον Άδη, κατέβηκε η ψυχή του Χριστού, αλλά δεν εγκατελείφθη εκεί, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή σε πολλά σημεία.
Ο δεύτερος λόγος που εξετάζουμε τόσο αναλυτικά αυτό το γεγονός, είναι ότι αποτελεί βασικό στοιχείο της πίστεώς μας, και σημείο καμπής στην ιστορία του ανθρώπου. Μέχρι τότε, ο Άδης ήταν το σκοτεινό βασίλειο του θανάτου, το δεσμωτήριο των ψυχών που εγκατέλειπαν κατά τον θάνατο το σώμα, και αλυσοδένονταν με τα δεσμά του σκότους και της σιωπής. Όλοι οι άνθρωποι, ακολουθώντας το δρόμο του πεπτωκότος Αδάμ, οδηγούντο δέσμιοι δια του θανάτου στον Άδη, χωρίς καμία δυνατότητα επιστροφής. Όμως ο Χριστός, κατέλυσε με την κάθοδό του στον Άδη, το κράτος του διαβόλου και το βασίλειό του: «Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκώς και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχεν των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήσει τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολο, και απαλλάξει τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας. Επειδή, (γράφει ο Απόστολος στην προς Εβραίους επιστολή), τα παιδία, (δηλαδή οι άνθρωποι), έγιναν μέτοχοι σαρκός και αίματος, και αυτός, (δηλαδή ο Χριστός), έλαβε από τα ίδια, (δηλαδή σάρκα και αίμα), ούτως ώστε με τον θάνατό του, να καταργήσει αυτόν που είχε το κράτος του θανάτου, (δηλαδή τον διάβολο), και να απαλλάξει τους ανθρώπους, (που για όλη τους τη ζωή ήτανυποκείμενοι δουλείας, εξ αιτίας του φόβου του θανάτου) (Εβραίους 2/β: 14,15).
Ο Χριστός λοιπόν, κατεβαίνει στον Άδη ως νικητής και όχι ως ηττημένος από τον διάβολο, ως ελεύθερος και όχι ως δεσμώτης. «Εν νεκροίς ελεύθερος», (ελεύθερος μεταξύ των νεκρών), (Ψαλμός πζ: 5 κατά τους Εβδομήκοντα), κρατώντας τον σταυρό σαν «τρόπαιο νίκης» εναντίον των σκοτεινών δαιμόνων, (Κολοσσαείς 2/β: 14,15), και όχι σαν φονικό όργανο και μέσον επωνείδιστου ατιμωτικού θανάτου. Κατέβηκε στον Άδη όχι ως δούλος, αλλά ως Κύριος και Εξουσιαστής. Γι’ αυτό και «έχει και τα κλειδιά του» (Αποκάλυψις 1/α: 18). Με την κάθοδό του στον Άδη, με την παρουσία του φωτός στο χώρο του σκότους, το σκότος υποχώρησε. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει. Και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάννης 1/α: 5).
Όπως και στη γη των ζώντων, «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει, φως είδε μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου, φως ανέτειλεν αυτοίς». (Ματθαίος 4/δ: 16).
Και όπως το κήρυγμα του Χριστού στη γη των ζώντων, διήρεσε τους ανθρώπους, και άλλοι μεν τον εδέχθησαν, και μετεφέρθησαν δια της πίστεως, στη βασιλεία του Υιού του Θεού, και άλλοι πάλι τον απέρριψαν και διάλεξαν το βαθύτερο σκοτάδι, «διότι ήταν πονηρά τα έργα τους» (Ιωάννου 3/γ: 19). Έτσι και στον Άδη, η παρουσία του Κυρίου με ασώματη ψυχή, και το κήρυγμά του προς τις ασώματες ψυχές, επέφερε διαίρεση, και κατάλυση του Άδου, μια και οι ψυχές των πιστευσάντων, μετεφέρθησαν και αυτές στη βασιλεία του Χριστού, ενώ όσες έμειναν βυθίστηκαν σε βαθύτερο σκοτάδι και σε μεγαλύτερα βάσανα.
Ο Χριστός λοιπόν, «το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», (Ιωάννης 1/α: 9), με την παρουσία του όχι μόνο στα επίγεια, αλλά και στα καταχθόνια, ερύσατο τους πιστεύσαντας και εδώ και εκεί, εκ της εξουσίας του σκότους, «και μετέστησεν εις την βασιλεία του» (Κολοσσαείς 1/α: 13).
Αυτή βεβαίως η ενανθρώπιση και παρουσία του Υιού και Λόγου του Θεού, όχι μόνο στη γη των ζώντων, αλλά και στον Άδη, σ’ αυτό το δεσμωτήριο των ψυχών των απ’ αιώνος κεκοιμημένων, και η ταυτόχρονη κατάλυσή του, αποτελεί ένα συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία του ανθρώπου. Είναι λοιπόν φυσικό και επόμενο, αυτό το γεγονός να τονίζεται και να προβάλλεται ιδιαιτέρως, στη ζωή της Εκκλησίας.
Μέχρι τώρα, το έχουμε διαπιστώσει όχι μόνο από τα κείμενα των Αγίων Γραφών, όπου άλλοτε συνεσκιασμένα και μυστικά, και άλλοτε πάλι με κρυστάλλινη σαφήνεια προβάλλεται το γεγονός αυτό, αλλά και από άλλα κείμενα και λόγους των Χριστιανών διδασκάλων των πρώτων αιώνων.

2. Η μαρτυρία του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου (50 – 113 μ.Χ.)
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, ευελπιστούμε στη διάρκεια της σημερινής εκπομπής, να συμπληρώσουμε αυτόν τον κατάλογο και με άλλα αξιολογώτατα κείμενα, όχι μόνο των πρώτων αιώνων, αλλά μάλλον των πρώτων δεκαετιών της ύπαρξης της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Θα αρχίσουμε με ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο του 100 περίπου μ.Χ,, το οποίο αναφέρεται έμμεσα στο γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, αλλά και στους προφήτες που τον περίμεναν εκεί, και στο κήρυγμά του, και στην ένωσή τους μαζί του, μέσω της πίστεως.
Ο συγγραφέας αναφέρει το γεγονός αυτό περιστασιακά, όπως άλλωστε και ο Απόστολος Πέτρος στις επιστολές του, θεωρώντας το ως κάτι το πολύ γνωστό και δεδομένο, γι’ αυτό άλλωστε και δεν το αναπτύσσει εκτενώς και με λεπτομέρεια, όπως θα έκανε, αν επρόκειτο για κάτι καινούργιο ή άγνωστο. Το κείμενο που θα διαβάσουμε, είναι από την προς Φιλαδελφείς επιστολή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας. Ο άγιος Ιγνάτιος έζησε περίπου στην περίοδο από το 50 μ.Χ. ως το 113 μ.Χ., οπότε και μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορος Τραϊανού, αφού πρώτα τον οδήγησαν εκεί δέσμιο και με πεζοπορία για παραδειγματισμό, οι Ρωμαίοι Λεγεωνάριοι που τον φρουρούσαν. Τόσο πολύ είχε προκαλέσει τον θαυμασμό για το Χριστιανικό του ήθος και την πίστη του, που συγκίνησε όχι μόνο τα Χριστιανικά πλήθη στο πέρασμά του, αλλά και αυτούς ακόμα τους ειδωλολάτρες, όπως για παράδειγμα τον περίφημο Λουκιανό, ο οποίος μάλιστα έγραψε και το διήγημα με τίτλο: «Περί της Περεγρίνου τελευτής», έχοντας σαν πρότυπο την μαρτυρική περιπέτεια του αγίου Ιγνατίου. Είναι πράγματι θλιβερό και αφόρητο, να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να αποκαλούνται Χριστιανοί, οι οποίοι όχι μόνο έχουν άγνοια αυτών των φωτοφόρων στύλων της πίστεως, που με την ένθεη και άγια ζωή τους ακολούθησαν τον αγαπημένο τους Κύριο Ιησού μέχρι και αυτό το μαρτύριο, αλλά δυστυχώς τους κατασυκοφαντούν κιόλας, και ελαφρά τη καρδία τους καταδικάζουν ως αιρετικούς.
Ας διαβάσουμε λοιπόν, μετά απ’ αυτή τη σύντομη εισαγωγή, τον δεύτερο στίχο του 5ου κεφαλαίου της προς Φιλαδελφείς Επιστολής του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, η οποία γράφτηκε από την Τρωάδα της Μικράς Ασίας, σε μια μικρή στάση του ταξιδιού του αγίου, προς το μαρτύριο στη Ρώμη:
«Και τους προφήτας δε αγαπώμεν, δια το και αυτούς εις το Ευαγγέλιον κατηγγελκέναι, και εις αυτόν ελπίζει, και αυτόν αναμένει, εν ω και πιστεύσαντες εσώθησαν, εν ενότητι Ιησού Χριστού όντες, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, υπό Ιησού Χριστού μεμαρτυρημένοι και συνηριθμημένοι εν τω Ευαγγελίω της κοινής ελπίδος».
Δηλαδή, σε απλούστερη γλώσσα, λέει τα εξής:
«Και τους προφήτες να αγαπάμε, διότι και αυτοί το Ευαγγέλιο προμήνυσαν, και αυτόν, (δηλαδή τον Χριστόν ανέμεναν, στον οποίο και αφού πίστεψαν σώθηκαν, μπαίνοντας στην ενότητα του Ιησού Χριστού, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, μαρτυρημένοι από τον Ιησού Χριστό, και συναριθμημένοι στο Ευαγγέλιο της κοινής ελπίδας».
Οι ερμηνευτές της επιστολής, (Έλληνες και ξένοι), στηριζόμενοι και στα συμφραζόμενα, αλλά και στη γενικότερη τοποθέτηση του συγγραφέα, αποδίδουν τα λόγια του χωρίου αυτού στην ελπίδα και αναμονή των προφητών, όχι μόνο κατά την επίγεια ζωή τους, αλλά και στον Άδη, όπου και συνετελέσθη η πίστις και η σωτηρία τους. Διότι λέγει ο άγιος Ιγνάτιος, ότι οι προφήτες έλπιζαν στον Χριστό, και αυτόν ανέμεναν. Πού τον ανέμεναν; Στον Άδη, όπως είναι φανερό από την προς Μαγνησιείς επιστολή του ιδίου συγγραφέα, κεφάλαιο 9ο και στίχο 2, όπου διαβάζουμε:
«Πώς ημείς, δυνησώμεθα ζήσαι χωρίς αυτού; (δηλαδή του Ιησού Χριστού), ού (του οποίου) και οι προφήται, μαθηταί όντες τω Πνεύματι, ως διδάσκαλον αυτόν προσεδώκον; και δια τούτο, ον δικαίως ανέμενον, παρ’ ον ήγειρεν αυτούς εν νεκρών».
Δηλαδή τους λέει: «Πώς εμείς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς τον Ιησού Χριστό, τον οποίο και οι προφήτες, όντας πνευματικοί μαθητές του τον προσδοκούσαν; Και γι’ αυτό, Αυτόν τον οποίο δίκαια ανέμεναν, όταν ήλθε, τους ήγειρε εκ νεκρών».
Εδώ ο άγιος Ιγνάτιος λέγει σαφώς τα εξής: Οι προφήτες προσδοκούσαν τον Ιησού Χριστό σαν διδάσκαλο. Προφανώς δεν τον προσδοκούσαν να τον δουν στην επίγεια ζωή τους, διότι πολλοί από αυτούς, είχαν προφητεύσει ότι θα ερχόταν εκατονταετίες αργότερα. Τον προσδοκούσαν λοιπόν ως διδάσκαλο στον Άδη.
Και αυτό γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο, από τα επόμενα, όπου λέγει, ότι «Δικαίως τον ανέμεναν, διότι όταν ήλθε, τους ήγειρε εκ νεκρών». Δηλαδή, ως ασώματες ψυχές, δίκαια τον περίμεναν, διότι όταν ήλθε, τους ανέστησε. Πού ήλθε ο Χριστός, και τον είδαν και τον συνάντησαν οι προφήτες; Προφανώς όχι στη γη, αλλά στον Άδη. Και μάλιστα η εμφάνισή του και η παρουσία του εκεί, είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα και την ανάστασή τους.
Αυτό λοιπόν μας φανερώνει πιο συνοπτικά, και στο προηγούμενο χωρίο που διαβάσαμε, όπου μας λέγει, ότι οι προφήτες, ήλπιζαν και ανέμεναν τον Χριστό, και όταν ήλθε στον Άδη όπου ευρίσκοντο, τους εκήρυξε ως διδάσκαλος, πίστεψαν σε αυτόν, και σώθηκαν, ή ισοδύναμα «αναστήθηκαν», μια και ενώθηκαν δια της πίστεως με τον Χριστό, που είναι η ζωή και η ανάσταση των ανθρώπων. Ας λάβουν λοιπόν αυτά σοβαρά υπ’ όψιν, όσοι κακόδοξα αλλά και από άγνοια λέγουν, ότι τα περί ψυχής και περί καθόδου τους Χριστού στον Άδη, είναι αιρετικές διδασκαλίες που ξεφύτρωσαν περί το 300 μ.Χ. Ας επανεξετάσουν τα πράγματα, διότι ακόμα και η ιστορία την οποία βεβαίως αγνοούν, τους διαψεύδει παταγωδώς! Η αλήθεια είναι ότι η διδασκαλία περί ψυχής και περί καθόδου του Χριστού στον Άδη, είναι ανέκαθεν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυθεντική, και ανόθευτη Χριστιανική πίστη, ενώ κάθε τι αντίθετο αντίθετα προς αυτήν, έχει τις ρίζες του στην αίρεση και στην πλάνη.

3. Η μαρτυρία του Ιουστίνου του Μάρτυρος (110 – 165 μ.Χ.)
Ας προχωρήσουμε όμως, σε έναν άλλο πρωτοχριστιανικό συγγραφέα και απολογητή, που έζησε στην περίοδο μεταξύ 110 - 165 μ.Χ. Είναι ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, ο οποίος εμαρτύρησε το 165 μ.Χ., επί Μάρκου Αυριλίου. Από τα πολλά συγγράμματα του Ιουστίνου σώζονται μόνο τρία, εκ των οποίων το ένα επιγράφεται: «Διάλογος προς Τρύφωνα», και περιέχει την συζήτηση σε μια συνάντηση μεταξύ του Ιουστίνου και του Εβραίου Νομοδιδασκάλου Ταρφών, περί το 135 μ.Χ.
Στον διάλογο αυτό, ο Ιουστίνος, προσπαθεί να πείσει με επιχειρήματα τον Εβραίο Τρύφωνα για τον Χριστιανισμό, και κυρίως να του αποδείξει τη θεότητα του Χριστού, και πώς αυτή προκύπτει μέσα από τα ίδια τους τα κείμενα, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Μάλιστα κατηγορεί τους συμπατριώτες του Τρύφωνα Εβραίους, ότι ελογόκριναν την Παλαιά Διαθήκη, και αφήρεσαν χωρία της, τα οποία ήταν σαφή και αποκαλυπτικά για τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Μεταξύ λοιπόν άλλων, λέγει στο κεφάλαιο 72, παράγραφο 4, το εξής καταπληκτικό:
«Από των λόγων του αυτού Ιερεμίου, ομοίως ταύτα περιέκοψαν: «Εμνήσθη δε Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, των κεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ευηγγελίσασθαι αυτούς, το σωτήριον αυτού». Εδώ ο Ιουστίνος, αφού προηγουμένως έχει ξεκινήσει να εκθέτει στον Τρύφωνα κάποια χωρία από τον Ιερεμία, που οι Εβραίοι διδάσκαλοι είχαν περικόψει, του αναφέρει και το εξής: «Εμνήσθη Κύριος ο Θεός από Ισραήλ των νεκρών αυτού, (δηλαδή αυτών που είχαν κοιμηθεί και είχα ταφεί στο χώμα), και κατέβη προς αυτούς, για να τους κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας». Και αυτό βεβαίως είναι που αναφέρει και ο Απόστολος Πέτρος, λέγοντας ότι «και τοις εν φυλακή πνεύμασι, πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄ Πέτρου 3/γ: 19), και «ο Χριστός και νεκροίς ευηγγελίσθη» (Α΄ Πέτρου 4/δ: 6).
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι η πίστη στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, το κήρυγμα στους απ’ αιώνος νεκρούς που βρίσκονται εκεί, και η απελευθέρωση όσων βρίσκονταν δέσμιοι και πίστευσαν στον Χριστό, και τον εδέχθησαν σαν τον Κύριο και Λυτρωτή και Σωτήρα, ήταν κοινός τόπος ανάμεσα στους πιστούς της πρωτοχριστιανικής εποχής. Και αυτό ακριβώς είναι που ο Ιουστίνος με σαφήνεια εκθέτει στον Εβραίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα, προσκομμίζοντας μάλιστα και μαρτυρίες από τον προφήτη για να το υποστηρίξει.

4. Η μαρτυρία του Ειρηναίου (140 – 202 μ.Χ.)
Ας προχωρήσουμε όμως, σε μια ανάλογη μαρτυρία, προερχόμενη από την ίδια περίπου περίοδο: Τη διαβάζουμε στο 5οβιβλίο του Ειρηναίου, κεφάλαιο 31. Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάγνωση της περικοπής που μας ενδιαφέρει, σημειώνουμε ο Ειρηναίος έζησε από το 140 μ.Χ. ως το 202 περίπου, ήταν από τη Μικρά Ασία, μαθητής του Επισκόπου Σμύρνης Πολυκάρπου, και αργότερα πήγε στη Γαλλία, όπου και έγινε Επίσκοπος στη Χριστιανική κοινότητα της Λυών, διαδεχθείς τον Επίσκοπο Ποθηνό, όταν ο τελευταίος μαζί με πολλούς άλλους από το ποίμνιό του, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη.
Ο Επίσκοπος Ειρηναίος λοιπόν, αναφέρει τα εξής: «Τώρα όμως, ο Χριστός, έμεινε τρεις ημέρες εκεί όπου ήσαν οι νεκροί, όπως λέει γι’ αυτόν ο προφήτης, «Εμνήσθη Κύριος Άγιος, των νεκρών αυτού, των προκεκοιμημένων εις γην χώματος, και κατέβη προς αυτούς, ρύσασθαι αυτούς, και σώσαι αυτούς». Και ο ίδιος ο Κύριος, λέγει: «Ώσπερ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους, τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται και ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης» (Ματθαίος 12/ιβ: 40). Αλλά και ο Απόστολος λέγει, «Το δε ανέβη, τι εστίν, ειμή ότι και κατέβη κατώτερα μέρη της γης;» (Εφεσίους 4/δ: 9). Αυτό είπε και ο Δαυίδ προφητεύοντας για τον Χριστό: «Ερύσω, (ελύτρωσες) την ψυχήν μου, εξ Άδου κατωτάτου» (Ψαλμός 85: 13).»
Και στα λόγια του Επισκόπου Ειρηναίου είναι ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη με αγιογραφικά χωρία, η κοινή πίστη των πρώτων Χριστιανών στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, και η λύτρωση των μέχρι τότε δεσμίων νεκρών, όσων βεβαίως επίστευσαν στον Χριστό ως Λυτρωτή και Σωτήρα.
Πιστεύουμε πως το χωρίο που μόλις διαβάσαμε, είναι πολύ κατανοητό και σαφές, και νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και σχολιασμό.

5. Η μαρτυρία του Κλήμη του Αλεξανδρέως (150 – 215 μ.Χ.)
Ας εκμεταλλευθούμε λοιπόν το χρόνο της εκπομπής, για να διαβάσουμε και κάποια ακόμα πρωτοχριστιανικά κείμενα, που σχετίζονται με το θέμα μας. Το επόμενο απόσπασμα, προέρχεται από το 2ο κεφάλαιο Στρωματαίων, κεφάλαιο 9ο. Οι Στρωματείς, είναι έργο του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως. Ο Κλήμης έζησε από το 150 μ.Χ., μέχρι το 215, και παρά το επώνυμό του «Αλεξανδρεύς», ήταν Αθηναίος. Έζησε όμως και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια, για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Οι Στρωματείς, αποτελούν το 3ο έργο μιας Τριλογίας, που σκοπό είχε κατ’ αρχήν να προτρέψει, έπειτα να παιδαγωγήσει, και τέλος να διδάξει τον Χριστιανισμό, κυρίως στους Εθνικούς. Γι’ αυτό και τα δύο πρώτα έργα, ονομάζονται: «Προτρεπτικός», και το δεύτερο «Παιδαγωγός».
Το απόσπασμα λοιπόν που ακολουθεί, προέρχεται από το 3ο έργο της Τριλογίας, τους Στρωματείς, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ο Ποιμήν γνωρίζει ανθρώπους, τόσο από τα έθνη, όσο και από τους Ιουδαίους, οι οποίοι έζησαν, όχι μόνο πριν από την παρουσία του Κυρίου, αλλά και πριν από τον Νόμο, όπως ο Άβελ, ο Νώε και άλλοι δίκαιοι, οι οποίοι ευαρέστησαν τον Θεό. Λέει λοιπόν, ότι οι Απόστολοι και διδάσκαλοι που κήρυξαν το όνομα του Υιού του Θεού, όταν κοιμήθηκαν ότι κήρυξαν σ’ αυτούς, που είχαν πριν από αυτούς μεταβεί στον Άδη. Έπειτα προσθέτει, (εννοεί οι Ποιμήν): Αυτοί τους έδωσαν την σφραγίδα του κηρύγματος. Κατέβηκαν λοιπόν μαζί τους στο νερό, και πάλι ανέβηκαν, αλλά αυτοί οι Απόστολοι κατέβηκαν πνευματικά ζωντανοί, και πάλι ζωντανοί ανέβηκαν. Εκείνοι όμως που είχαν κοιμηθεί προηγουμένως, κατέβηκαν πνευματικά νεκροί, και ανέβηκαν πνευματικά ζωντανοί.
Δια του έργου των Αποστόλων λοιπόν, ζωοποιήθηκαν, και γνώρισαν το όνομα του Υιού του Θεού. Έτσι, ανέβηκαν μαζί τους, και βρήκαν τη θέση τους στην οικοδομή του πύργου, και μολονότι δεν είχαν πελεκηθεί, συνοικοδομήθηκαν στον Οίκο του Θεού. Γιατί εν δικαιοσύνη εκοιμήθησαν και σε μεγάλη αγνότητα. Μόνο τη σφραγίδα τούτη δεν είχαν. Γιατί όταν τα Έθνη που δεν έχουν νόμο, εκ φύσεως πράττουν τα του νόμου, αυτοί μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος στους εαυτούς τους, κατά τον Απόστολο» (Ρωμαίους 2/β: 14).
Πόσο ανάγλυφα και παραστατικά, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, παραθέτοντας μάλιστα και από τον Ποιμένα του Ερμά, (πρωτοχριστιανικό κείμενο του 90 – 140 μ. Χ.), μας περιγράφει το κήρυγμα των Αποστόλων, όχι μόνο στους ζωντανούς, αλλά και στους νεκρούς στον Άδη! Μας πληροφορεί μάλιστα, ότι ενώ οι Απόστολοι κατέβηκαν κατέβηκαν ζώντες πνευματικά στον Άδη, και φυσικά ανέβηκαν επίσης ζώντες, όσοι ήσαν δίκαιοι και θεοσεβείς, και προ του νόμου, και κατά τον νόμον, και Ιουδαίοι και Εθνικοί, αν και κατέβηκαν πνευματικά νεκροί, εν τούτοις, αφού άκουσαν τους Αποστόλους, και απεδέχθησαν το κήρυγμα πιστεύοντας στον Χριστό, δέχθηκαν και εκείνοι την σφραγίδα της σωτηρίας, και απελευθερώθηκα από τα δεσμά του Άδου και του θανάτου και ανέβηκαν ζωντανοί από αυτόν.

6. Σύντομη επεξήγηση περί πνευματικής αναστάσεως, και ορατού σημείου της
Αλλά μερικοί θα ρωτήσουν: «Και πού πήγαν; Πού είναι σήμερα;» Όπως θα εξηγήσουμε και σε επόμενη εκπομπή αναλυτικότερα, αυτό που συνέβη, δεν είναι η τελική ανάσταση, δηλαδή η ανάσταση των σωμάτων, αλλά η πρώτη ανάστασις, που αφορά την ψυχή του ανθρώπου, η οποία όταν ενωθεί με τη ζωή του Χριστού, λυτρώνεται από τον θάνατο της αμαρτίας, και ανίσταται πνευματικά.
Μάλιστα για την πιστοποίηση αυτού του συγκλονιστικού, και μεγαλειώδους και μαζικού αλλά αόρατου και μυστικού γεγονότος, ο Κύριος έδωσε σαν ορατό σημείο, τη μαζική ανάσταση πολλών από τους κεκοιμημένους δικαίους, όταν Εκείνος κατέβηκε στον Άδη και ανέστησε τις ψυχές των νεκρών, όπως περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος: «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν. Και εξελθόντες εκ των μνημείων, μετά την έγερσιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθαίος 27/κζ: 52, 53).
Όλοι αυτοί λοιπόν που ευρίσκοντο στον Άδη, και απεδέχθησαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου της σωτηρίας, και πίστευσαν στον Χριστό, αυτοί και συναριθμήθηκαν και συνενώθηκαν στο οικοδόμημα του σώματος του Χριστού, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Είναι φυσικό και επόμενο, η γνήσια και αληθής Χριστιανική διδασκαλία να ξεκαθαρίζει, και να δίνει απλές και λογικές απαντήσεις στα ζητήματα της δικαιοσύνης του Θεού, όπως για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση, ξεκαθαρίζει το φλέγον και δυσεπίλυτο ζήτημα, του: τι γίνεται με τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, και ποια είναι η σχέση τους με τον Χριστό, και την Χριστιανική Εκκλησία, ή ακόμη χειρότερα, τι γίνεται με όλους αυτούς τους δικαίους και καλούς ανθρώπους που δεν γνώρισαν τον Χριστό ή τον δρόμο του, αλλά έζησαν αγνοώντας την αποκαλυμμένη αλήθεια και πίστη.
Αυτά βεβαίως τα ερωτηματικά, αποτελούν γόρδιους δεσμούς και θεολογικά αδιέξοδα, σε όσους κακόδοξα αρνούνται την ύπαρξη αοράτου νοεράς ψυχής, και αρνούνται επίσης την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.

7. Επιπρόσθετη μαρτυρία του Κλήμη του Αλεξανδρέως (150 – 215 μ.Χ.)
Στη συνέχεια θα διαβάσουμε ένα ακόμη τμήμα του έργου «Στρωματείς», γραμμένο από τον Κλήμη Αλεξανδρείας, που έζησε από το 150 μέχρι το 215 μ.Χ.
Το τμήμα αυτό, που θα διαβάσουμε αποσπασματικά, βρίσκεται στο 6ο βιβλίο και 6ο κεφάλαιο του έργου, και αναφέρει τα εξής:
«Γι’ αυτό ακριβώς ο Κύριος εκήρυξε και στους ευρισκομένους στον Άδη. Λέει λοιπόν η Γραφή: «Λέγει ο Άδης τη απωλεία: Είδος μεν αυτού ουκ είδομεν, (την μεν όψη του δεν είδαμε), φωνήν δε αυτού ηκούσαμεν (την φωνή του όμως την ακούσαμε) » (Ιώβ 28/κη: 28).
Δεν είναι ο τόπος, (εννοεί τον Άδη), που αφού έλαβε φωνή είπε τα παραπάνω. Εδώ πρόκειται για όσους κατατάχθηκα στον Άδη, και παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην απώλεια, αυτοί είναι που αργότερα ανταποκρίθηκαν στη Θεία δύναμη και φωνή. Δεν δηλώνουν αυτά, ότι ο Κύριος ευαγγελίσθηκε και σ’ εκείνους, οι οποίοι είχαν απωλεσθεί στον Κατακλυσμό, και ήταν σε δεσμά, καθώς και σ’ αυτούς που ήταν σαν φυλακισμένοι και φρουρούμενοι;»
Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει:
«Έτσι και οι Απόστολοι, και αυτοί μετά από τον Κύριο, ευαγγελίσθηκαν στους ευρισκομένους στον Άδη. Διότι νομίζω πως έπρεπε, όπως εδώ έτσι και εκεί, οι άριστοι από τους μαθητές, να γίνουν μιμητές του διδασκάλου. Ώστε, εκείνος μεν, (εννοεί οι Χριστός), να επαναφέρει σε επιστροφή τους εξ Εβραίων, τούτοι εδώ δε, (δηλαδή οι Απόστολοι), να φέρουν σε επιστροφή τα έθνη.
Νομίζω πως ο Σωτήρας ενεργεί, επειδή ακριβώς έργο του είναι να σώζει. Αυτό ακριβώς έκανε. Όσους ήθελαν να πιστέψουν σ’ αυτόν δια του κηρύγματος, όπου και αν βρέθηκαν, τους ήλκυσε σε σωτηρία. Για κανέναν άλλο λόγο δεν κατέβηκε στον Άδη, παρά να κηρύξει και εκεί».
Τι άλλο θα μπορούσε κανείς να προσθέσει σ’ αυτούς τους λόγους του πρωτοχριστιανικού συγγραφέα; Με πόση σαφήνεια και σταθερότητα, δεν εκθέτει το γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, και το κήρυγμα του Ευαγγελίου εκεί, από τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους;
Στα λόγια και αυτού του αρχαίου συγγραφέα, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμφιβολίας, ή ενδοιασμού, ή απορίας, αλλά αντιθέτως περιγράφει το γεγονός αυτό σαν ένα σταθερό, και μόνιμο, και αδιαμφισβήτητο και σίγουρο θεμέλιο της Χριστιανικής πίστης, έτσι όπως είχε παραδοθεί από τους Αποστόλους. Πιστεύουμε πως είναι πλέον υπέρ-αρκετές οι πρωτοχριστιανικές μαρτυρίες που παρουσιάσαμε στο λίγο χρόνο της σημερινής εκπομπής, και που όλες συμμαρτυρούν, ότι το γεγονός της καθόδου του Χριστού στον Άδη, του κηρύγματος του Ευαγγελίου εκεί και της πνευματικής ανάστασης των ψυχών όλων των νεκρών που το απεδέχθησαν, ήταν κοινός τόπος, και όρος γενικής αποδοχής από όλους τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας, που ξεκινά από τους Αποστόλους, και επεκτείνεται στα αμέσως επόμενα χρόνια και εξής. Όσοι λοιπόν κακόδοξα παραδέχονται αντίθετες, ή διαφορετικές διδασκαλίες, αυτοί έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με την ιστορικά καταγραφείσα πίστη της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας.
Είναι λοιπόν άμεση και επιτακτική ανάγκη για όλους αυτούς, αφ’ ενός μεν να έρθουν σε επαφή με τις γνήσιες πηγές της πίστεως, και με τους αυθεντικούς φορείς και θεματοφύλακές της, που είναι οι Πατέρες και οι άγιοι της Εκκλησίας, και αφ’ ετέρου να επανεξετάσουν τις θέσεις τους, ώστε να βρουν τις αιτίες της πτώσεώς τους στην πλάνη και να μετανοήσουν. Να ακολουθήσουν δηλαδή τη συμβουλή τού Ιωάννη, που λέγει: «Μνημόνευε ουν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον» (Αποκάλυψις 2/β: 5).
Είναι λοιπόν μεγάλη πλάνη, και ιστορικό σφάλμα και ψέμα, να διδάσκουν πολλές αιρετικές ομάδες, ότι δήθεν η διδασκαλία περί αόρατης ψυχής που επιβιώνει του θανάτου, είναι προϊόν της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, και ότι δήθεν παρεισέφρυσε στη Χριστιανική Εκκλησία, όταν αυτή έγινε δήθεν «αποστατική», περί τα μέσα του 4ου αιώνα. Αντίθετα, διαπιστώσαμε σήμερα, ότι αυτή η διδασκαλία, και η προέκτασή της, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και το κήρυγμα στις ψυχές των νεκρών, ήταν ανέκαθεν βασική Χριστιανική διδασκαλία, και στην περίοδο των Αποστόλων, και στο τέλος του πρώτου αιώνα, και σε όλον τον 2ο αιώνα, και παραμένει έτσι μέχρι και σήμερα.
Επιπρόσθετα βέβαια, η μελέτη μας αυτή περί ψυχής, και περί της καθόδου του Χριστού στον Άδη, ρίχνει φως και σ’ ένα άλλο, πολύ σημαντικό, και αρκετά παρεξηγημένο από τους αιρετικούς ζήτημα, την «Πρώτη Ανάσταση», με την οποία ελπίζουμε (αν ο Κύριος επιτρέψει) να ασχοληθούμε σύντομα από αυτή την εκπομπή