Τρίτη 12 Μαΐου 2020

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ορισμένοι από τους αγίους μας χαρακτηρίζονται ως Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Κι’ αυτό διότι διακρίθηκαν, πέρα από την αγιότητά τους, και για την μεγάλη προσφορά τους στην Εκκλησία. Έχοντας τεράστια μόρφωση, θεολογική παιδεία και ποιμαντική ικανότητα, σημάδεψαν την εποχή τους, αλλά και παραμένουν στους αιώνες αυθεντίες και πρότυπα αληθινών ποιμένων. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου.
Είχε ιουδαϊκή καταγωγή. Οι γονείς του ήταν πάμφτωχοι αγρότες Ιουδαίοι. Γεννήθηκε στο χωριό Βησανδούκη (ή Βησανδούκ) κοντά στην Ελευθερούπολη της Παλαιστίνης περί το 315. Σύμφωνα όμως με κυπριακή παράδοση, γεννήθηκε στο χωριό Καλοπαναγιώτης, Μαραθάσας της Κύπρου, και μεγάλωσε στη Βησανδούκη. Είχε ένα ακόμη αδελφό τον Καλλίτροπο και μια αδελφή.
Αν και μεγάλωσε σε ιουδαϊκό περιβάλλον, μια εσωτερική δύναμη τον έσπρωχνε να αναζητήσει την αλήθεια εκτός της ιουδαϊκής θρησκείας. Αυτό έγινε όταν ήταν σε ηλικία δώδεκα ετών. Αφού πέθαναν οι γονείς του και γνώρισε, δυο ονομαστούς αγίους και σοφούς ασκητές, τον Λουκιανό και τον Ιλαρίωνα, οι οποίοι του μίλησαν για τον Χριστιανισμό και τον κατήχησαν στην χριστιανική πίστη.
Ο Επιφάνιος κατηχήθηκε για όσο καιρό απαιτούνταν, από τους δύο σεβάσμιους και ένθερμους μοναχούς και έγινε γνώστης της χριστιανικής διδασκαλίας. Κατόπιν έλαβε το άγιο Βάπτισμα. Επτά ημέρες μετά πήρε την απόφαση να αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στο Χριστό, στην πίστη του Οποίου βρήκε αυτό που ζητούσε: την αλήθεια και τη σωτηρία. Τακτοποίησε την αδελφή του σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι και έφυγε για την έρημο της Παλαιστίνης. Πήγε να γνωρίσει αγίους ασκητές και να ζήσει μαζί τους την αγία και ισάγγελη ζωή της ερήμου. Συνάντησε τους πλέον επιφανείς και αγίους ασκητές, με τους οποίους συγκατοίκησε, έχοντας τους ως διδάσκαλους και καθοδηγητές του στον πνευματικό του αγώνα, για την τελείωσή του.
Προσευχόταν αδιάκοπα, νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε τις άγιες γραφές και υπακούοντας στις προτροπές των Γερόντων πρόκοβε στην αρετή και την αγιότητα. Σύντομα έγινε ο ίδιος παράδειγμα για άλλους ασκητές. Η φήμη του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή.
Τον απασχολούσε έντονα η δράση των αιρετικών, τους οποίους θεωρούσε ως όργανα του διαβόλου, για τη ματαίωση του σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου. Για να μάθει περισσότερα για τις πλάνες τους συναναστρέφονταν μαζί τους, αποκομίζοντας έτσι πλούσια εμπειρία, την οποία χρησιμοποίησε στη συνέχεια για την αντιμετώπισή τους.
Λίγο μετά πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου φοίτησε στις εκεί ονομαστές σχολές, αποκτώντας σημαντική θεολογική κατάρτιση και κλασσική παιδεία. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία και έμαθε πέντε γλώσσες (Ελληνικά, Εβραϊκά, Λατινικά, Συριακά και Κοπτικά).
Αργότερα γύρισε στην Παλαιστίνη, όπου ίδρυσε μοναστήρι, συγκέντρωσε μεγάλη αδελφότητα και την ποίμανε για τριάντα περίπου χρόνια, αποκτώντας φήμη αγίου.
Το 367 μπήκε σε κάποιο πλοίο να ταξιδέψει σε κάποιο τόπο. Όμως, κατά θαυματουργικό τρόπο, εγέρθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία οδήγησε το πλοίο στην Κύπρο. Προσάραξε στην πόλη Σαλαμίνα, η οποία είχε μετονομασθεί σε Κωνσταντία, διότι την ανοικοδόμησε, μετά από κάποιο καταστροφικό σεισμό, περί τα μέσα του 4ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος (339-361), παίρνοντας έτσι από αυτόν το όνομά της.
Η Κωνσταντία ήταν η έδρα του αρχιεπισκόπου Κύπρου, η οποία ήταν κενή εκείνη την περίοδο. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν με τιμές τον Επιφάνιο, διότι η φήμη του είχε φτάσει ως εκεί και του ζήτησαν να καταστεί ποιμενάρχης τους. Εκείνος, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του, δέχτηκε και χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κωνσταντίας. Θεώρησε την θαυματουργική του ακούσια μετάβαση στην Κύπρο, ως κλήση από το Θεό, για να υπηρετήσει την Εκκλησία του Χριστού.
Από την θέση του αυτή ο άγιος Επίσκοπος ξεκίνησε ένα τεράστιο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να αποδευσμεύσει την Εκκλησία της Κύπρου από την Εκκλησία της Αντιόχειας και να την προσδέσει στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, διότι πίστευε πως η δεύτερη εξέφραζε καλλίτερα την διδασκαλία του αγίου Αθανασίου, τον οποίο θαύμαζε και είχε ως πρότυπό του. Αντίθετα, θεωρούσε πως η Εκκλησία της Αντιοχείας είχε παρεκκλίνει σε πλάνες και ιδιαίτερα προς αυτές του Ωριγένη, τον οποίο θεωρούσε ως μέγα αιρετικό και αγωνίστηκε για την καταδίκη των δοξασιών του. Μάλιστα δε δίστασε να έρθει σε ρήξη με τον αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη, ο οποίος συμπαθούσε τον αρχαίο αυτό εκκλησιαστικό συγγραφέα. Λόγω δε της πολεμικής του προς τον Ωριγένη τήρησε μια επιφυλακτική θέση προς την φιλοσοφία και την κλασσική παιδεία.
Έστρεψε με ιδιαίτερο ζήλο την προσοχή του και τη μέριμνά του στη διαφύλαξη της ορθοδόξου πίστεως από τις αιρέσεις, οι οποίες ταλάνιζαν την Εκκλησία την εποχή εκείνη, όπως οι αρειανοί, οι πνευματομάχοι, οι ωριγενιστές, αλλά και οι ειδωλολάτρες. Ο Επιφάνιος, εκφράζοντας την διδασκαλία της Εκκλησίας, πίστευε πως η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία, πως οι πλάνες, οι αιρέσεις και οι κακοδοξίες, όχι μόνο δεν σώζουν, αλλά οδηγούν στην απώλεια. Είναι τα ολέθρια σπέρματα και ζιζάνια του διαβόλου στον αγρό του Κυρίου, τα οποία τείνουν να καταπνίξουν τον αγαθό σπόρο (Ματθ.13,2). Γι’ αυτό και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την προάσπιση της ορθοδόξου πίστεως. Κατέστη ένας από τους πλέον γόνιμους αντιαιρετικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ως άριστος γνώστης των Αγίων Γραφών και των εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, αντιμετώπισε με αποτελεσματικότητα τους αιρετικούς της Μεγαλονήσου. Παράλληλα συνέγραφε στηλιτευτικούς λόγους κατά όλων των αιρέσεων.
Άσκησε επίσης σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, χάρις στο οποίο βρήκαν αγάπη και στήριξη χιλιάδες αναξιοπαθούντες Κύπριοι. Επίσης έκτισε πολλούς ναούς, μεταξύ των οποίων τη μεγάλη βασιλική της Κωνσταντίας, την οποία δεν πρόλαβε να αποπερατώσει και της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα τα ερείπια. Ακόμα αξιώθηκε να επιτελέσει και πολλά θαύματα. Θεράπευσε την δαιμονισμένη κόρη του Πέρση Βασιλιά και ανάστησε το νεκρό γιο ενός άλλου Πέρση άρχοντα. Απάλλαξε από ένα φοβερό λιοντάρι μια περιοχή, το οποίο κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Απάλλαξε από δαιμόνιο το γιο ενός Ρωμαίου Έπαρχου, ονόματι Κάλλιστου και επίσης θεράπευσε και αυτόν τον αυτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο (379-395), από σοβαρή πάθηση των άκρων.
Ήταν άνθρωπος αγαθών προαιρέσεων και ευκολόπιστος. Αυτό τον οδήγησε να προβεί σε κάποιες λανθασμένες επιλογές του, για τις οποίες αργότερα μετανόησε. Κυριότερο λάθος του ήταν να συνταχθεί με τον κακεντρεχή αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Θεόφιλο (385-412), εναντίον του ιερού Χρυσοστόμου (354-307). Περισσότερο απ’ όλα επηρεάστηκε από το γεγονός, ότι κάποιοι ωριγενιστές Αλεξανδρινοί, διωγμένοι από το Θεόφιλο, βρήκαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρχιεπίσκοπος ήταν ο Χρυσόστομος.
Το 402 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήρθε σε ρήξη με αυτόν, κατηγορώντας τον ως αιρετικό. Για να πετύχει την καταδίκη των ωριγενιστών συμμάχησε με τους αντιπάλους του Χρυσοστόμου, αλλά εκείνοι εκμεταλλεύτηκαν
αυτή τη συμμαχία. Ο Χρυσόστομος του ζήτησε να φύγει. Τελικά ο Επιφάνιος κατάλαβε το λάθος του, ζήτησε συγνώμη και αναχώρησε για την Κύπρο. Αλλά κατά την επιστροφή του, στις 12 Μαΐου 403, κοιμήθηκε ξαφνικά εν πλω, ύστερα από τριάντα έξι χρόνια αρχιερατείας. Το τίμιο λείψανό του το είχε μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (866-912). Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Μαΐου.
Ο άγιος Επιφάνιος κατατάσσεται στους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας μας. Μας άφησε ένα τεράστιο και ανεκτίμητο συγγραφικό έργο, αντιρρητικό κατά των μεγάλων αιρέσεων της αρχαίας Εκκλησίας. Γνωστό είναι το έργο του «Πανάριον», όπου αποκρούει όλες τις κακοδοξίες της εποχής του. Ο «Αγκυρωτός» (σε 120 παραγράφους επιτομή της Θεολογίας), το «Περί των δώδεκα λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς του Ααρών» και άλλα πολλά.