Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού
Η αδιάκοπη ανάδειξη αγίων στο δισχιλιόχρονο διάβα της ιστορίας είναι το μόνιμο θαύμα στην Εκκλησία μας. Κάποιος μεγάλος ασκητής είχε πει πως όταν σταματήσουν να αναδεικνύονται άγιοι θα έρθει και το τέλος του κόσμου. Ο 20ος αιώνας ανάδειξε μια πλειάδα νεοφανών αγίων. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου του 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και ονομάζονταν Αρσένιος Εζνεπίδης. Οι γονείς του Πρόδρομος και Ευλαμπία ήταν ευσεβείς άνθρωποι και είχαν άλλα οκτώ παιδιά. Το όνομά του το πήρε από τον επίσης νεοφανή άγιο, Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του για να τον αφήσει ως καλόγερο στο πόδι του, όπως είπε.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1924 έφυγε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, ως πρόσφυγες. Βγήκαν στον Πειραιά και από εκεί πήγαν στην Κέρκυρα, όπου έμειναν στο κάστρο. Μετά ενάμισι χρόνο έφυγαν για την Ηγουμενίτσα και από εκεί στην Κόνιτσα, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Εκεί τελείωσε ο Αρσένιος το δημοτικό σχολείο και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από παιδί τον ενθουσίαζε η μοναχική ζωή και συζητούσε με τους γονείς του το όνειρό του να γίνει μοναχός. Εν τω μεταξύ εργαζόταν σε ξυλουργείο και έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Ειδικεύτηκε στην κατασκευή φέρετρων.
Το 1945 υπηρέτησε στο στρατό ως ασυρματιστής. Είχε την ατυχία να ζήσει και να πολεμήσει στον αδελφοκτόνο εμφύλιο (1945-1949). Συχνά έπαιρνε τη θέση οικογενειαρχών στρατιωτών πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, προτιμώντας να βλαφτεί ο ίδιος παρά εκείνοι που είχαν υποχρεώσεις. Απολύθηκε το 1949 και αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος για να πραγματοποιήσει την νεανική του επιθυμία να γίνει μοναχός.
Όμως αναγκάστηκε να γυρίσει στην Κόνιτσα, για να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Το 1950 γύρισε ξανά στο Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε στη Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και κατόπιν στη Μονή Εσφιγμένου, όπου έλαβε την «ρασοευχή», παίρνοντας το πρώτο όνομα Αβέρκιος. Έμεινε στη Μονή τέσσερα χρόνια και επέδειξε θαυμαστό ζήλο, υπακοή, ταπεινοφροσύνη και εργατικότητα. Μελετούσε συγγράμματα Πατέρων, και κύρια του Αββά Ισαάκ του Σύρου.
Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μονή Φιλοθέου, όπου έγινε, το 1956, και η μοναχική κουρά του και έλαβε το όνομα Παΐσιος. Έμεινε στη Μονή ως το 1958, αλλά ύστερα από μια «εσωτερική πληροφόρηση» γύρισε και πάλι στην Κόνιτσα και εγκαταστάθηκε την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο.
Εκεί εργάστηκε πνευματικά μεταστρέφοντας πολλούς ετεροδόξους στην Ορθοδοξία και στηρίζοντας υλικά και πνευματικά τους ενδεείς της περιοχής. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια και απέκτησε τη φήμη του αγίου άνδρα.
Το 1962 μετέβηκε στο Όρος Σινά, όπου μόνασε για δύο χρόνια στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Αγαπήθηκε πολύ από τους μοναχούς και τους Βεδουίνους, στους οποίους μοίραζε τρόφιμα και χρήματα, που κέρδιζε με το εργόχειρό του.
Το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, από όπου δεν έφυγε ποτέ ξανά. Εγκαταστάθηκες τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου Ιβήρων και έγινε υποτακτικός του Ρώσου μοναχού Τύχωνα, με τον οποίο έμεινε ως το 1968.
Το 1966 ασθένησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου του αφαιρέθηκε ο ένας πνεύμονας. Κατά το χρόνο ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής.
Το 1967, όταν ανάρρωσε, πήγε ξανά στο Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα Κατουνάκια, στο Λαυριώτικο κελί του Υπατίου. Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στη Μονή Σταυρονικήτα και υπηρετούσε σε διάφορες χειρονακτικές εργασίες, παρ’ όλο το βεβαρυμμένο της υγείας του.
Το 1979 μετακόμισε στη Μονή Κουτλουμουσίου και εγκαταστάθηκε στο εγκαταλειμμένο κελί της Παναγούδας. Εκεί φάνηκαν και τα πρώτα σημάδια της αγιότητάς του. Άρχισε η φήμη του να διαδίδεται παντού. Θεωρούνταν χαρισματικός μοναχός και προσέφευγαν σ’ αυτόν πλήθος βασανισμένων ανθρώπων για να πάρουν τις συμβουλές και τις ευλογίες του.
Χιλιάδες μαρτυρίες επισκεπτών του βεβαιώνουν ότι ο Θεός τον είχε προικίσει με διορατικό και προορατικό χάρισμα. Διάβαζε τις ψυχές των επισκεπτών του σαν ανοιχτό βιβλίο! Δέχονταν χιλιάδες επιστολές, τις οποίες δεν προλάβαινε να διαβάσει. Επίσης οι πολυάριθμοι επισκέπτες του δημιουργούσαν πρόβλημα ησυχίας στους παρακείμενους μοναχούς, γεγονός που τον στεναχωρούσε πολύ.
Παρ’ όλο το βεβαρυμμένο καθημερινό του πρόγραμμα, δεν αμελούσε την ασκητική του ζωή. Νήστευε σκληρά, προσευχόταν αδιάκοπα και αναπαυόταν μόνο 2 με 3 ώρες την ημέρα.
Τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονταν συνεχώς. Η σκληρή άσκηση και η άρνησή του να δεχτεί ιατρική βοήθεια επιδείνωσε σοβαρά την υγεία του. Το 1993 άρχισαν αιμορραγίες. Το Νοέμβριο πήγε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής. Εκεί ασθένησε σοβαρά.
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκε κακοήθης όγκος στο παχύ έντερο. Δέχτηκε με ηρεμία την είδηση, ως εκπλήρωση παλιάς του επιθυμίας για την πνευματική του πρόοδο. Έλεγες συχνά «ο καρκίνος έβαλε στον παράδεισο χιλιάδες ανθρώπους».
Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 χειρουργήθηκε, αλλά λίγο καιρό μετά διαγνώστηκαν μεταστάσεις. Τον ταλαιπωρούσαν υψηλοί πυρετοί και δύσπνοια. Τέλος Ιουνίου 1994 οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι έφτανε το τέλος του. Στις 11 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Ευφημίας, κοινώνησε γονατιστός των Αχράντων Μυστηρίων και την επόμενη, 12 Ιουλίου, κοιμήθηκε. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή, με τη συμμετοχή χιλιάδων πιστών.
Ο τάφος του έγινε τόπος προσκυνήματος μυριάδων πιστών και άρχισαν να γράφονται εκατοντάδες βιογραφίες του και καταγραφή των λόγων του. Στην αλάνθαστη συνείδηση του πιστού ήταν άγιος. Τυπικά η αγιοκατάταξή του έγινε στις 13 Ιανουαρίου 2015 και η μνήμη του ορίστηκε να εορτάζεται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
Ο νεοφανής άγιος Παΐσιος υπήρξε γνήσιος ενσαρκωτής του ορθοδόξου μοναχικού ιδεώδους και μάλιστα θεωρείται από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης του σύγχρονου μοναχισμού στο Άγιο Όρος.
Παράλληλα υπήρξε ζηλωτής της σώζουσας Ορθοδόξου πίστεως, στηλιτεύοντας με τον γνωστό μειλίχιο και ταπεινό ύφος του τις αιρέσεις και τις κακοδοξίες, ιδιαιτέρως τη σύγχρονη παναίρεση του οικουμενισμού.