Θυμάμαι, ήταν στην αρχή του εμφυλίου πολέμου, όταν ξαφνικά εκεί που τρώγαμε ακούσαμε τουφεκιές και σε λίγο η καμπάνα του χωριού να χτυπά. Βγαίνοντας έξω είδαμε τους συγχωριανούς να τρέχουν, τα παιδιά να κλαίνε….. Οπότε μ’ αρπάζει η μάνα μου από το χέρι και τρέξαμε και εμείς να φύγουμε. Όμως φεύγοντας περάσαμε από ένα ξέφωτο μέρος, ακριβώς δίπλα από το μοναστήρι, καλούμενο Γκιρίζι και οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας, αλλά καμιά από αυτές δεν πέτυχε κανέναν.
Και λέει η μάνα μου, «Ήταν η Παναγιά δίπλα μας και μας βοήθησε!». Στις δέκα λέξεις της μητέρας μου η μία ήταν «Παναγία μου». Όταν στη συνέχεια μέναμε στο παρακάτω χωριό, αρρώστησα βαριά κι όταν έσβηνε η ζωή μου λιποθυμισμένος, δεν θα ξεχάσω αυτό το διάλογο, σαν να ήταν τώρα.
- «Παναγία μου, Παναγία μου.»
- Μανούλα, είπα, γιατί κλαις, γιατί θα πεθάνω;
- Όχι παιδί μου, δεν θα σ' αφήσει η Παναγιά να πεθάνεις.
- Μα η Παναγιά μανούλα είναι στο μοναστήρι, είναι πολύ μακριά.
- Όχι παιδί μου είναι μαζί μας, ήρθε και αυτή μαζί μας. Είναι δίπλα στο προσκεφάλι σου.
- Μανούλα, είπα, γιατί κλαις, γιατί θα πεθάνω;
- Όχι παιδί μου, δεν θα σ' αφήσει η Παναγιά να πεθάνεις.
- Μα η Παναγιά μανούλα είναι στο μοναστήρι, είναι πολύ μακριά.
- Όχι παιδί μου είναι μαζί μας, ήρθε και αυτή μαζί μας. Είναι δίπλα στο προσκεφάλι σου.
Μια μέρα, στο ίδιο χωριό, ειδοποιούν τη μάνα μου - η μάνα μου ήταν γυναίκα αντάρτη και μάλιστα καπετάνιου του ΕΛΑΣ - να επισκεφτεί μια ομάδα των ΤΕΑ που στρατοπέδευε σ' ένα λοφάκι του χωριού της Οξύνειας. Θεώρησε ότι ήταν καλύτερα να πάρει και μένα μαζί της, μωρό τριών χρονών, με την ελπίδα ότι θα ευαισθητοποιούνταν να μην την πειράξουν ή τη βιάσουν. Αυτό που μόνο θυμάμαι ήταν ότι άρχισαν να δέρνουν τη μάνα μου με χέρια και με πόδια και εγώ να φωνάζω «μανούλα, μανούλα» και να κλαίω. Η επίδραση αυτής της σκηνής ήταν τραυματική για μένα και από τότε άρχισα να ψευδίζω. Ήταν η μεγάλη απογοήτευση της μάνας μου, γιατί η δεύτερη ευκαιρία για να σπουδάσει ο ένας τουλάχιστον γιο της, να γίνω δηλαδή παπάς ή δάσκαλος, χάθηκε. Ο μεγάλος ο γιος της, τον οποίο προόριζε να σπουδάσει, είχε πάθει μηνιγγίτιδα και με αποτέλεσμα να νεκρωθεί ένα τμήμα του εγκεφάλου του κυρίως αυτό που έχει σχέση με τους αριθμούς. Για το λόγο αυτό γεννήθηκα 10 χρόνια μετά τη γέννηση του αδερφού μου.
Η μάνα μου πήγαινε συχνά στο μοναστήρι και παρακαλούσε την Παναγιά να της χαρίσει ένα γιο για να τον σπουδάσει. Και η Παναγιά της έδωσε αγόρι. Τρεις φράσεις της μάνας μου θυμάμαι, γιατί έγιναν τραγούδι που κάθε φορά το αφουγκράζομαι με ένα βουβό θαυμασμό γι αυτήν. Τρεις φράσεις που τα λόγια έβγαιναν από τα βάθη της αλήθειας, έτσι ακριβώς όπως την περιέγραψε ο Ηράκλειτος με τρεις λέξεις έτοιμες να εκραγούν σαν βόμβες («Ήθος ανθρώπου δαίμων»): - Θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος γιατί έχεις αραιά δόντια». - Θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος γιατί είσαι εκλεκτικός στα φαγητά. - Πω..πω, τι σοφό είναι αυτό που είπες. Μόνο ένα παιδί που προορίζεται να γίνει μεγάλος άνθρωπος θα μπορούσε να το πει.
Η πίστη της μάνας σε μένα με έσωσε. Κάθε φορά που μου τα έλεγε αυτά ένιωθα τη γλυκιά πνοή μιας περαστικής αύρας που έκανε χαρούμενη την καρδιά μου. Φαίνεται πως οι ερμηνείες που είναι πρακτικές είναι πολύ πιο πειστικές («Οκόσων όψις ακοή μάθησις ταύτα εγώ προτιμέω»: Ηράκλειτος). Όταν αργότερα αξιώθηκα να διαβάζω διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα και τις αντίστοιχες παιδαγωγικές θεωρίες, τότε συμπέρανα ότι οι μεγάλες μανάδες μπορεί να μη γνωρίζουν ψυχολογικές και παιδαγωγικές θεωρίες, αλλά τις βιώνουν στη πράξη. Οι μεγάλοι παιδαγωγοί απλά τις καταγράφουν.
Πέρασαν χρόνια πολλά, όταν επισκέφτηκα την αδερφή της μάνας μου και μου είπε: «τώρα που σε βλέπω ότι έγινες καθηγητής στο πανεπιστήμιο θυμάμαι τη μάνα σου που σε θαύμαζε ό,τι και να έλεγες. Εμένα μου φαίνονταν ανοησίες αυτά που έλεγες. Τώρα διερωτώμαι: μήπως είχε δίκιο κι εγώ δεν τα καταλάβαινα;». Ο παππούς μου (ο πατέρας της μάνας μου ήταν παπάς) με έπαιρνε από μικρό και έκανα τον ψάλτη στους εσπερινούς, κυρίως, και στις μικρές γιορτές, στους όρθρους. Περίμενε με ιώβεια υπομονή να διαβάσω τους ψαλμούς στην πανέμορφη βυζαντινή τους γλώσσα. Αυτό που μου έχει απομείνει ως δεξιότητα, είναι να αποστηθίζω πολύ εύκολα κείμενα και να καταλαβαίνω αρχαία κείμενα. Πολλές λέξεις που άρχιζαν από κάπα τις απέφευγα. Θυμάμαι πως ένιωθα ενοχές που δεν τις απήγγειλα. Νόμιζα ότι ο Παππούς μου δεν το έπαιρνε χαμπάρι. Κι όμως, το ήξερε αλλά το έκρυβε. Είχαμε κάνει φαίνεται μυστική συμφωνία.
Μια μέρα μου είπε «πως έχω μεγάλη βελτίωση» στην ανάγνωση και ν’ αρχίσω σιγά-σιγά να μην αποφεύγω τις λέξεις που ψεύδιζα. Θυμάμαι πως ντράπηκα και το πρόσωπό μου κοκκίνισε λίγο. Ο παππούς μου το κατάλαβε αμέσως και μ’ αγκάλιασε και με φίλησε. Ήμουν τετάρτη τάξη του Δημοτικού, όταν η μάνα μού ανακοίνωσε ότι η Παναγιά θα με έκανε καλά. Υπάρχει μια ειδική ευχή της Παναγιάς για παιδιά που ψευδίζουν και θα πηγαίναμε στο μοναστήρι για να τη διαβάσει ο παππούς σου. «Η Παναγιά δεν σε έκανε καλά όταν αρρώστησες; Θα σε κάνει καλά και τώρα», μου είπε. Έτσι πήγαμε στο εκκλησάκι του Μοναστηριού (Όσο πιο παλιό το εκκλησάκι, τόσο μας φαινόταν ότι ήταν πιο κοντά στο Θεό). Ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, ο ήλιος έδυε. Εγώ το ήξερα καλά πως η Παναγιά ήταν εκεί και μας περίμενε. Πήγαμε στο ναό. Ήμασταν όλοι γονατιστοί. Ο παππούς μου ακούμπησε το πετραχήλι στο κεφάλι μου και δεν ήταν στην πύλη, όπως συνηθίζεται, γιατί από την πύλη θα έβγαινε η Παναγιά για να με απαλλάξει από αυτή την αναπηρία. Η μάνα μου κρατούσε μια λαμπάδα, που τρεμόσβηνε ανάμεσα στο μισοσκόταδο και στη λάμψη με τα γλυκά χρώματα του δειλινού, που μικρά παράθυρα από ψηλά, άφηναν να εισχωρεί γύρω από αυτή. Θεϊκή υποβλητικότητα. Μέσα στη σιγαλιά, ακούγονταν η φωνή του παππού μου σαν να ύφαιναν με τα λόγια την αιώνια αρμονία, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη μουσική της αγάπης. Εγώ, όλη τη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, είχα τα μάτια κλειστά και ταξίδευα στο χρόνο, τότε που η Παναγιά μας έσωσε από τις σφαίρες που περνούσαν δίπλα μας, τότε που ήμουνα βαριά άρρωστος και με ακούμπησε με το «θαυματουργό της χέρι». Όλη την ώρα αυτής της τελετουργίας ένιωθα το μυστικό αόρατο άγγιγμά Της. Μετά από αυτή την υποβλητική τελετουργία, δεν ξαναψεύδισα.