Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Μεγάλου Βασιλείου, Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων (μετάφραση και κείμενο)



ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ:
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Πολλο λόγοι, γαπητά μου παιδιά, μ κάνουν ν σς δώσω ατς τς συμβουλές. Πιστεύω τι εναι ο καλύτερες κα θ σς φελήσουν, ν τς κάνετε κτμα σας. χω προχωρημένη λικία. σκήθηκα στ ζω μ πολλος τρόπους. Γνώρισα π πολλ χρόνια τς βιοτικς μεταβολές, πο συμπληρώνουν τν νθρώπινη μόρφωση. τσι, χω κάμποση πείρα στ νθρώπινα πράγματα. Μπορ, λοιπόν, σ᾿ ατος πο πρωτομπαίνουν στ στάδιο τς ζως, ν δείξω τν σφαλέστερο δρόμο. π τν ποψη τς συγγένειας, ρχομαι εθς μετ τος γονες σας. Γι᾿ ατό, σς γαπ μοια μ᾿ κείνους. Κα σες μ βλέπετε σν πατέρα σας, τσι θαρρν, λοιπόν, δεχθτε μ προθυμία τ λόγια μου, θ νήκετε στ δεύτερη κατηγορία κείνων πο παινε  ρχαος ποιητς σίοδος, γράφοντας τι εναι ριστος νθρωπος ποιος μονάχος του ξεχωρίζει τ σωστ κι εναι καλς νθρωπος ποιος συμμορφώνεται μ τς σωστς ποδείξεις. ν ποιον δν εναι κανς ν τ κάνει ατό, τν χαρακτηρίζει σν νθρωπο χρηστο. Κα μν πορήσετε πο ρχομαι ν προσθέσω κάτι δικό μου σ σα διαβάζετε π τος ρχαίους στ σχολεα σας κα μάλιστα ν σς π τι ατ τ δικό μου εναι φελιμότερο π σα κενοι σς διδάσκουν. κριβς ατ εναι τ νόημα τς συμβουλς μου: δν πρέπει ν παραδώσετε στος ρχαίους συγγραφες τ τιμόνι το νο σας, γι ν σς πνε που ατο θέλουν. Δν πρέπει ν τος κολουθετε σ λα. Πρέπει ν πάρετε π᾿ ατος ,τι εναι χρήσιμο κα ν μ δώσετε προσοχ στ πόλοιπα. ρχομαι, λοιπόν, μέσως ν σς ποδείξω ποι εναι τ χρηστα μέσα στ συγγράμματά τους κα πς ν ξεχωρίζετε τ πρτα π τ δεύτερα.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
μες ο χριστιανο θεωρομε ντελς σήμαντο πργμα τν δ κάτω νθρώπινη ζωή. Δν λογαριάζουμε κα δν λέμε καλ ,τι μς ξυπηρετε σ᾿ ατ μονάχα τ ζωή. Τν νδοξη καταγωγή, τν ερωστία το κορμιο, τ σωματικ καλλονή, τ ραο νάστημα, τς τιμς πο δίνουν ο νθρωποι, κόμα κα τ βασιλικ ξίωμα κι τιδήποτε λλο προσφέρει  παρν κόσμος, δν θ τ θαρρομε μεγάλα κα ζηλευτ πράγματα. Δν μς κάνουν ντύπωση σοι τ χουν. Ο δικές μας λπίδες πνε πολ μακρύτερα. Ο πράξεις μας εναι μι προετοιμασία γι κάποιαν λλη ζωή. κριβς, λοιπόν, σα μς χρειάζονται γι᾿ ατ τν λλη ζωή, ατ γαπμε, ατ λαχταρμε, περιφρονώντας σα δν φθάνουν ς κε. Ποι εναι ατ  λλη ζωή; Πο κα πς θ τ ζήσουμε; Ατ τ θέμα εναι νώτερο τς τωρινς φορμς, γι ν τ περιγράψω. Κα σες, ξ λλου, δν χετε κόμη λη τν ριμότητα, γι ν φομοιώσετε τν περιγραφή του. Θ σς δώσω μως να σκιαγράφημά του, πο θ σς εναι ρκετό. ς πάρουμε π τ μι μερι λη τν ετυχία, πο σωρεύθηκε στν κόσμο ατν δ π τν πρώτη μέρα του. λη, λοιπόν, ατ  γήινη ετυχία δν φθάνει οτε τ μικρότερο π τ γαθ τς λλης ζως. λα τ καλ το κόσμου τούτου εναι τόσο κατώτερα π τ λάχιστο νάμεσα σ᾿ κενα τ γαθά, σο κατώτερα εναι  σκι κα τ νειρο π τν πραγματικότητα. , γι ν χρησιμοποιήσω να πι συνηθισμένο παράδειγμα,  διαφορ νάμεσα στς δυ ζωές, γι τς ποες μιλμε, εναι σο κι  διαφορ σ ξία νάμεσα στν ψυχ κα στ σμα.
δηγός μας στν δ κάτω ζω εναι  γία Γραφή, πο  γλώσσα της χει πολ μυστήριο. σο  νθρωπος χει κόμα μικρ λικία, εναι φυσικ ν μ καταλαβαίνει τ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μ τ μάτια τς ψυχς σ λλα κείμενα, χι ντελς ξένα, πο μοιάζουν μ καθρέφτες κα σκιές. Συμβαίνει δηλαδ ,τι κα στν στρατό. Ο στρατιτες ποκτον τν πολεμικ πείρα πρτα μ τς κινήσεις τν γυμνασίων, πο εναι να εδος παιχνίδι. στερα, γνωρίζουν τν ληθιν πόλεμο. χουμε κι μες μπροστά μας μι μάχη. Τ μεγαλύτερη π᾿ λες. Γι ν τοιμασθομε, πρέπει ν γυμνασθομε, ν κοπιάσουμε. Πς θ γίνει ατ  προγύμναση; Μ τ ν γνωρίσουμε καλ τος ποιητές, τος πεζογράφους, τος ρήτορες κι λους τος νθρώπους, πο θ μς προσφέρουν κάτι γι ν δυναμώσουμε τν ψυχή μας. Θυμηθτε τί κάνουν τ βαφεα. Πρτα τοιμάζουν μ διάφορους τρόπους τ φασμα πο θ βάψουν. Κα μονάχα φο γίνει ατ  προεργασία, τότε παίρνουν κα μεταχειρίζονται τ κόκκινο  λλο χρμα γι ν κάνουν τ βάψιμο. Τ διο πρέπει ν γίνεται κα σ μς. Πρτα θ τοιμάσουμε τ συνείδησή μας μ τν κοσμικ σοφία κι στερα θ᾿ κούσουμε τ ερ κα βαθι νοήματα τς χριστιανικς διδασκαλίας. Πρτα θ συνηθίσουμε ν βλέπουμε τν λιο μέσα στ νερ κι στερα θ᾿ τενίσουμε τν διο τν λιο.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
ν ο δυ διδασκαλίες χουν κάποια συγγένεια, θ ταν φέλιμη  γνώση κα τν δυό. λλ χουν κα μεγάλη διαφορά. Γι᾿ ατό, ν τς βάλουμε τ μι πλάι στν λλη κα τς συγκρίνουμε, θ δομε καθαρ τι  μι περέχει τς λλης. Μ τί μως ν τς παρομοιάσουμε, στε ν δώσουμε μι πετυχημένη εκόνα τους;  κύρια ξία το φυτο εναι τ τι κάνει καρπούς. λλ κα τ φύλλα του προσφέρουν να στόλισμα, καθς παίζουν κάτω π τν πνο το έρα γύρω στος κλάδους. Κάτι νάλογο γίνεται κα στν ψυχή.  καρπός της,  ξία της εναι  λήθεια. Εναι μως ραο πργμα ν τν τριγυρίζει κι  κοσμικ σοφία, σν φυλλωσιά, πο σκεπάζει μορφα τος καρπούς. Ατ συνέβη μ τν μεγάλο Μωϋσ, τν περιβόητο γι τ σοφία του, καθς ναφέρει  παράδοση. Πρτα –λένε- γύμνασε τν νο του στς πιστμες τς ρχαίας Αγύπτου κι στερα σίμωσε γι ν δε τν ληθιν Θεό. Παρόμοιο συνέβη κα μ τν σοφ Δανιήλ, αἰῶνες ργότερα. Πρτα διδάχθηκε στ Βαβυλώνα τ σοφία τν Χαλδαίων κι στερα πεσε στ σπουδ τς θείας διδασκαλίας.
Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ
ρκετ σς ξήγησα τ τι ατ τ κοσμικ μαθήματα δν εναι νώφελα γι τν ψυχή. ς λθουμε τώρα ν δομε κα τ πς πρέπει ν τ φομοιώνετε. ς ρχίσουμε π τ πολύμορφα ργα τν ποιητν. Δν πρέπει ν δίνετε σημασία σ λα, χωρς ξαίρεση, τ διδάγματά τους. ταν σς ξιστορον κατορθώματα,  σς κθέτουν λόγια καλν νθρώπων, ν τ δέχεστε μ γάπη, ν κοιττε ν τος μιμηθτε, ν τος μοιάσετε, σο μπορετε. ταν μως φέρνουν στ μέση κακος νθρώπους, πρέπει ν ποφεύγετε τς τέτοιες εκόνες, φράζοντας τ᾿ ατιά σας μως  δυσσέας, πού, καθς διηγεται  μηρος, θελε ν᾿ ποφύγει τ μελδία τν Σειρήνων. Γιατί; Διότι μα συνηθίσει κανες στ μαρτωλ λόγια, περν κα στ μαρτωλ ργα. Γι᾿ ατό, λοιπόν, πρέπει μ κάθε τρόπο ν προφυλάσσουμε τν ψυχή μας. Διότι πάρχει κίνδυνος, μαζ μ τ γλύκα τν λόγων ν πάρουμε μέσα μας κα κάτι θανάσιμο, χωρς ν τ καταλάβουμε. Εναι μέλι, πο χει κα δηλητήριο. Δν θ παινέσουμε, τσι, τος ποιητές, ταν παριστάνουν νθρώπους πο σεβον, πο μπαίζουν, πο παραδίνονται στν κολασία, πο παρασύρονται π τ πιοτό, οτε ταν περιορίζουν τν ετυχία σ πλούσια τραπέζια κα σ σεμνα τραγούδια. Κα δν θ δώσουμε καμι σημασία, ταν κάνουν λόγο γι θεος κα μς λένε τι ο θεο ατο εναι πολλο κι λληλομισονται. Διότι, καθς ξέρετε, ο ψεύτικοι θεο τς εδωλολατρίας πολεμνε  δελφς τν δελφ κι  πατέρας τ παιδιά του κι κενα τος γονες τους, μ πουλότητα. Θ᾿ φήσουμε στος νθρώπους το θεάτρου τς μοιχεες τν θεν, τος ρωτές τους, τς σύστολες σαρκικές τους σχέσεις κα πρ παντς το μεγαλύτερου π᾿ λους θεο Δία, πως λέγουν ατοί. Εναι πράγματα λα ατά, πο κα γι τ ζα ν τ λεγε κανες θ κοκκίνιζε. Τ δια χω ν π κα γι τος πεζογράφους κα μάλιστα ταν γράφουν γι ν διασκεδάσουν.
πίσης δν θ μιμηθομε τος ρήτορες τν δικαστηρίων, πο  τέχνη τους εναι τ ψέμα. Διότι τ ψέμα δν εναι φέλιμο οτε στ δικαστήρια οτε πουθεν λλο, μι κα προτιμήσαμε, σν χριστιανοί, τν σωστ κι ληθιν δρόμο τς ζως κα τ Εαγγέλιο μς προστάζει ν μ καταφεύγουμε στ δικαστήρια. π᾿ σα μς διδάσκουν ο παρ πάνω, θ διαλέγουμε κα θ παίρνουμε μονάχα ,τι εναι παινος τς ρετς κα κατάκριση τς κακίας. Γι τν νθρωπο κα τ᾿ λλα ζα, τ λουλούδια εναι καλ μονάχα γι τ ρωμά τους κα τ χρμα τους. Γι τς μέλισσες μως, πάρχει σ᾿ ατ κα κάτι λλο: τ μέλι. τσι κι δσοι στ συγγράμματα τν ρχαίων λλήνων δν ναζητον μονάχα τ γλύκα κα τ χάρη το λόγου, μπορον ν᾿ ποκομίσουν κα κάποια φέλεια γι τν ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, ατ τ συγγράμματα ν τ σπουδάζουμε κολουθώντας τ παράδειγμα τν μελισσν. Ο μέλισσες δν πετνε σ λα τ λουλούδια μ τν διο τρόπο. Κι που καθίσουν, δν κοιτνε ν τ πάρουν λα. Παίρνουν μονάχα σο χρειάζεται στ δουλειά τους κα τ πόλοιπο τ παρατον κα φεύγουν. τσι κι μες, ν εμαστε φρόνιμοι. Θ πάρουμε π᾿ ατ τ κείμενα ,τι συγγενεύει μ τν λήθεια κα μς χρειάζεται κα τ πόλοιπα θ τ φήσουμε πίσω μας. Κι πως, κόβοντας τ τριαντάφυλλο, ποφεύγουμε τ᾿ γκάθια τς τριανταφυλλις, τσι κι π τ κείμενα ατ θ πάρουμε ,τι εναι χρήσιμο κα θ φυλάξουμε τν αυτό μας π᾿ ,τι εναι πιζήμιο. π τν πρώτη, λοιπόν, στιγμ πρέπει ν ξετάζουμε τ διδάγματα χωριστ κα ν τ προσαρμόσουμε στν σκοπό μας, φέρνοντας, κατ τ δωρικ παροιμία τ σχετικ μ τος κτίστες, τν πέτρα στ λφάδι.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ
Στν λλη ζωή, θ φθάσουμε μ τν ρετή. Τν ρετή, πο ξύμνησαν κι ο ποιητς κι ο πεζογράφοι, λλα πι πολ ο φιλόσοφοι. τσι, μεγαλύτερη προσοχ πρέπει ν δώσουμε στ συγγράμματα ατν τν τελευταίων. Δν εναι μικρ τ κέρδος, ταν ο ψυχς τν νέων συνηθίσουν κα κάνουν δική τους τν ρετή. σα  νθρωπος φομοιώνει στν τρυφερ λικία του, μένουν σάλευτα. Διότι  ψυχ εναι κόμα πλ τότε κα ,τι δέχεται, ντυπώνεται πολ βαθι μέσα της. Τί λλο τάχα σκέφθηκε  σίοδος π τ ν προτρέψει τος νέους στν ρετή, ταν φιλοτεχνοσε τος στίχους του, πο λοι τους τραγουδον; Σκέφθηκε τι  δρόμος τς ρετς εναι στν ρχ κακοτράχαλος κα δυσκολοδιάβατος κι νηφορικός. τι τν διανύει κάποιος μ πολν δρώτα κα πολ κόπο. τι, γι᾿ ατν τν λόγο, δν μπορε  καθένας ν βάλει τ πόδι του σ᾿ ατν τν δρόμο, μ τν ποτομι πο δείχνει, κι οτε, ν τν περπατήσει, θ φθάσει εκολα στν κορυφή. τι σν φθάσει μως κε πάνω, βλέπει πς στν πραγματικότητα ταν νας δρόμος σιος, μορφος, εκολος, καλοδιάβατος κα πι εχάριστος π τν λλο, πο δηγε στν κακία κα πο  διος ποιητς επε τι μονομις μπορε κανες ν τν διαβε, διότι βρίσκεται κοντά μας. γ τ πιστεύω:  σίοδος στόρησε λα ατ γι ν μς παροτρύνει στν ρετή, ν σπρώξει τν καθένα στ καλό, ν μς κάνει ν μ τ βάλουμε κάτω μπροστ στος κόπους κα ν μ σταματήσουμε πρν π τ τέλος το δρόμου. Κι ποιος λλος μ τέτοιο τρόπο τραγούδησε τν ρετή, ς γίνει  λόγος του καλόδεχτος π μς, μι κι δηγε στν διο σκοπό.
κουσα κάποτε ν μιλ σχετικ μ᾿ ατ τ θέμα νας νθρωπος, πο εχε τ δύναμη ν μβαθύνει στ νόημα τν ποιητν. λεγε, λοιπόν, τι λη  ποίηση το μήρου δν εναι λλο παρ νας μνος τς ρετς. λα, στν μηρο, κτς π ,τι εναι περιθωριακό, ποβλέπουν σ᾿ ατό. τσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μ σα γράφει γι τν δυσσέα, πο σώθηκε γυμνς π τ ναυάγιο καί, στν ρχή, μ μόνη τν μφάνισή του, προκάλεσε τν σεβασμ τς βασιλοκόρης Ναυσικς.  γύμνια του δν ταν ντροπή, διότι ντ γι ροχα ταν ντυμένος μ τν ρετή. Κι στερα προκάλεσε γαθ ντύπωση κα στος λλους Φαίακες, σ σημεο πο ν παρατήσουν τν τρυφηλ ζωή τους κα ν προσπαθον, θαυμάζοντάς τον, ν τν μιμηθον. Κα στ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, λλη εχ δν πρχε παρ ν γίνει δεύτερος δυσσεας, στω κα θαλασσοδαρμένος. Διότι -λεγε  ρμηνευτς κενος το ποιητικο νοήματος- μ ατ  μηρος διδάσκει ξάστερα τ ξς: νθρωποι γυμνασθτε στν ρετή, πο κολυμπ μαζί σας στ ναυάγιο, κι ταν πατήσετε στ στερι γυμνοί, θ σς παραστήσει πι τιμημένους π τος μέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, ατ εναι. λα τ λλα, πο τυχν χουμε, νήκουν ξ σου στος διοκττες τους κα σ ποιονδήποτε λλον νθρωπο. Πέφτουν πότε δ κα πότε κεπως τ ζάρια.  μόνη ναφαίρετη διοκτησία εναι  ρετή. Τν χει δική του  καθένας κι σο ζ κι ταν φύγει π᾿ ατν δ τν κόσμο. Γι᾿ ατ κι  Σόλων, θαρρ, επε στος πλουσίους τό:
Δν θ᾿ νταλλάξουμε μαζί τους τν πλοτο
μ τν ρετή. Πάντα κείνη μένει,
ν τ χρμα συχν π᾿ τν να στν λλο περν.
Παρόμοια εναι κι σα λέγει  Θέογνις.  κάθε θες γέρνει πρς τος νθρώπους τν ζυγ μ διαφορετικ πάντα τρόπο, στε:
λλοτε ν πλουτον κι λλοτε ν μν χουν τίποτε.
λλ κι  σοφιστς Πρόδικος,  Κεος, κφράζεται παρόμοια κάπου στ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω π τν ρετ κα τν κακία. ς δώσουμε, λοιπόν, κα σ᾿ ατν προσοχή, διότι εναι ξιόλογος νθρωπος. Διηγεται τ ξς, π σο θυμμαι, διότι δν χω ποστηθισμένο τν λόγο του, πο εναι πεζς κι χι σ στίχους. ταν  ρακλς ταν κόμα πολ νέος, σχεδν τς λικίας σας, σκεφτόταν ποιν δρόμο ν πάρει, τν κοπιαστικ τς ρετς  τν πολ εκολο. Τν σίμωσαν, λοιπόν, δυ γυνακες,  ρετ κι  Κακία.  διαφορά τους φάνηκε εθύς, μ τν ξωτερική τους μφάνιση, πρν κόμα ρθρώσουν λέξη.  μι ταν στολισμένη φανταχτερ π τν κομμωτικ τέχνη, σν καλλονή, λλ μ πλαδαρς σάρκες ξ ατίας τς τρυφηλς ζως, κι π πίσω της ρχονταν λα τ πάθη τς δονς. Τ δειχνε λα ατ κα τ συνόδευε μ πολλς ποσχέσεις, προσπαθώντας ν τραβήξει πρς τ μέρος τς τν ρακλ λλη ταν σχνή, τημέλητη, μ σοβαρ βλέμμα κι λεγε πράγματα ντελς διαφορετικά. Δν ποσχόταν τίποτε τ ναπαυτικ κα τ εχάριστο. ποσχόταν μονάχα χίλιους δυ κόπους κι δρώτα κα κινδύνους παντο, σ στερις κα θάλασσες. Κα τ βραβεο, γι λα ατά, θ ταν ν γίνει  ρακλς θες - λεγε  Πρόδικος. Κι πως ξέρετε,  ρακλς, στ τέλος ατν κολούθησε.
ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
λοι, λοιπόν, σχεδν ο ξιόλογοι γι τ σοφία τους νθρωποι, λλος λιγότερο κι λλος περισσότερο, κι  καθένας μ τν τρόπο του, χουν ξυμνήσει, στ σα γραψαν, τν ρετή. Ατος πρέπει ν πιστεύουμε κα ν πασχίζουμε ν φαρμόσουμε στ ζωή μας τ λόγια τους. Διότι ποιος στηρίζει μ πράξεις τ φιλοσοφία, πο λλοι τν περιορίζουν στ λόγια
ατς μονάχα χει νο,
σν σκις ο λλοι γυροφέρνουν.
χουμε, σ᾿ ατ τν περίπτωση, μι θαυμαστ σ μορφι προσωπογραφία κα πλάι της τ διο πρόσωπο στν πραγματικότητα, ξίσου ραο με τν πεικόνισή του. πάρχουν νθρωποι πο μ φουσκωμένα λόγια ξυμνον τν ρετ μπροστ στος λλους, λλ στ δική τους ζω προτιμον τν κολασία π τ σωφροσύνη, τν πλεονεξία π τ δίκιο. Μ τί μοιάζουν ατοί; Μοιάζουν μ τος θοποιος πο παίζουν δράματα κα παρουσιάζονται στ σκην συχν σν βασιλιάδες κα μεγάλοι ρχοντες, χωρς ν εναι οτε τ να οτε τ λλο στν πραγματικότητα καί, καμι φορά, οτε λεύθεροι πολίτες, λλ δολοι.  μουσικς θ δεχόταν ν μν εναι καλ κουρντισμένη  λύρα του;  κορυφαος του χορο, στν τραγδία, θ δεχόταν ν μν εναι  χορς ναρμονισμένος μαζί του; χι. πάρχουν μως νθρωποι πο θέλουν ν διαφωνον μ τν αυτό τους, κι  ζωή τους ν ρχεται σ ντίθεση μ τ λόγια τους, ν συμβαίνει σ᾿ ατος ατ πο λέγει  Εριπίδης·  γλώσσα μου ρκίσθηκε λλ χι κι  νος, κα πο ν θέλουν ν φαίνονται κι χι ν εναι στ᾿ λήθεια καλοί; λλ κάτι παρόμοιο θ ταν τ κρον ωτον τς δικίας, ν πρέπει ν πιστέψουμε στν Πλάτωνα, τ ν δίνει κανες τν ντύπωση τι εναι σωστς νθρωπος κα στν πραγματικότητα ν μν εναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
σα, λοιπόν, λόγια δηγον πρς τ καλό, πρέπει ν τ φομοιώνουμε, πως επαμε παραπάνω. λλ κα σπουδαες πράξεις τν ρχαίων σώθηκαν στ μνήμη ς τς μέρες μας  καταγραμμένες στς σελίδες τν ποιητν κα τν πεζογράφων. ς μ παραμελήσουμε κα τ δική τους φέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, νας χυδαος νθρωπος βριζε τν Περικλν  μεγάλος πολιτικς δν δινε καμι σημασία. λη τν μέρα  νθρωπος κενος περιέλουζε μ βρισις τν Περικλλλ᾿ ατς μενε διάφορος. ταν, λοιπόν, πεσε τ βράδυ κα σκοτείνιασε κι κενος ποκαμωμένος πομακρυνόταν,  Περικλς, πιστς στν σκηση τς φιλοσοφίας, πρόσταξε ν το φωτίσουν τ δρόμο πο περπατοσε. Μι λλη φορά, πάλι, νας νθρωπος ργισμένος ναντίον το Εκλείδη, το φιλοσόφου π τ Μέγαρα, τν πείλησε, κα μάλιστα μ ρκο, τι θ τν σκότωνε. λλ κι  Εκλείδης το ρκίσθηκε τι θ τν κανοποιοσε κα θ τν βγαζε π τν ργή του. Τί σπουδαο θ ταν ν σοι παρασύρονται στ πάθος το θυμο φερναν στν νο τους τέτοια περιστατικά! Διότι δν πρέπει ν πιστεύουμε στν τραγδία, πο διδάσκει τι  ργ πωσδήποτε ρματώνει τ χέρι ναντίον το χθρο μας κα ν ρεθιζόμαστε π᾿ ατή. Κι ν ατ εναι δύσκολο, πρέπει ν χρησιμοποιομε τ λογικ ναντίον της κα ν τς κόβουμε τ φτερά.
ς γυρίσουμε πάλι στ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. ρμησε κάποιος ναντίον το φιλοσόφου Σωκράτη κα τν χτυποσε λύπητα στ πρόσωπο. λλ κενος δν φερε ντίσταση. φησε τν μεθυσμένο ν χορτάσει τν ργή του, ως του  ψη του εχε μελανιάσει κα πρησθε π τ χτυπήματα. ταν τ ξύλο σταμάτησε καμι φορά,  Σωκράτης κανε μονάχα ατό: γραψε στ μέτωπό του « τάδε τό κανε», πως πιγράφουν στος νδριάντες τ νομα το γλύπτη. ταν  μόνη του κδίκηση. Τ παραδείγματα ατ χουν σχεδν τν δια πιδίωξη μ τν γία Γραφή μας. Γι᾿ ατ επα τι εναι γι τν λικία σας πολ ξιομίμητα. Λόγου χάρη, τ τελευταο περιστατικό, κενο το Σωκράτη, μοιάζει μ ,τι παραγγέλλει  Κύριος: ν σ χτυπήσει κανες στ να μάγουλο, στρέψε του κα τ λλο, ντ ν περασπίσεις τν αυτό σου. σο γι τ περιστατικ το Περικλ  το Εκλείδη, θυμίζουν τν ντολ ν πομένουμε ποιους μς κάνουν κακ κα ν βαστμε μ πραότητα τν ργή τους, ν μν καταριόμαστε λλ ν παντμε μ εχς στος χθρούς μας.
ποιος προγυμνασθε στ ρχαα κενα παραδείγματα, δν θ δυσπιστήσει στς ντολς το Εαγγελίου σν κατόρθωτες. Δν θ λησμονήσω κα τν πράξη το Μεγάλου λεξάνδρου, πο φο πιασε αχμάλωτες τς πανέμορφες, πως λέγεται, κόρες το Δαρείου, δν καταδέχθηκε οτε ν τς κοιτάξ, θαρρώντας ντροπ γι τν νικητ νδρν ν νικηθε π γυνακες. Ατ συμπίπτει μ τ εαγγελικό: ποιος ρίξει βλέμμα πιθυμίας σ γυναίκα, στω κι ν δν κάνει μοιχεία στν πράξη, μ τ ν δεχθε μως τ μοιχεία στν ψυχή του, εναι νοχος. σο γι τ παράδειγμα το Κλεινία, μαθητ το φιλοσόφου κα μαθηματικο Πυθαγόρα, εναι δύσκολο ν παραδεχθομε τι τυχαίως συμπίπτει μ ατ το φιλοσόφου κα μαθηματικο Πυθαγόρα. Τί κανε  Κλεινίας; ν ρκιζόταν, θ γλίτωνε πρόστιμο τριν ταλάντων. λλ προτίμησε ν πληρώσει ατ τ πέρογκο ποσ γι ν μ πάρει ρκο, στω κι ν  ρκος θ ταν ληθινός. Κι ατ τ κανε, σως διότι κουσε τν ντολή, πο παγορεύει τν ρκο.
ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
λλ ς κάνουμε πάλι πίσω, σ ,τι λεγα στν ρχή. Στ τι δηλαδ δν πρέπει ν τ φομοιώνουμε λα χωρς διάκριση, λλα μονάχα σα φελον. Διότι εναι ντροπή, ν πωθομε τς βλαβερς τροφές, ν στ μαθήματα, πο εναι  τροφ τς ψυχς, ν μ δίνουμε καμι σημασία, λλ ν τ παίρνουμε κα ν τ καταπίνουμε σν τ ρμητικ ποτάμι.  καπετάνιος δν παρατ τ καράβι του πως λάχει στος νέμους, λλ τ κατευθύνει πρς τ λιμάνι.  τοξότης σκοπεύει τν στόχο του.  χαλκις κι  χτίστης ργάζονται σύμφωνα μ τν προσανατολισμ κα σχεδιασμ τς ργασίας τους. μες εμαστε τάχα κατώτεροι π᾿ ατος τος παγγελματίες τουλάχιστο στ ν ξεχωρίζουμε τ συμφέρον μας; πως  παγγελματίας χει να στόχο στν ργασία του, τσι κι  νθρώπινη ζω χει να δικό της στόχο. Κα σ᾿ ατν χουν τ μάτια τος λοι σοι δν θέλουν ν μοιάζουν μ λογα ζα. λλις θ εμαστε τ διο πργμα μ πλοα, πο δν χουν ρμα, τ τιμόνι τς ψυχς μας δν θ τ μεταχειρίζεται  λογικ κα θ γυροφέρνουμε μέσα στ ζω σκοπα. Στος γυμναστικος γνες κα στος μουσικος πίσης διαγωνισμούς, ποιος λαβαίνει μέρος, χει πόψη του τ ντίστοιχο στεφάνι. ποιος θλεται στν πάλη  στ παγκράτιο, δν χάνει τν καιρό του ν παίζει κιθάρα  αλό.
Παράδειγμα  χεροδύναμος θλητς Πολυδάμας, πο πρν κατεβε στος λυμπιακος γνες, ναχαίτιζε καταμεσς το δρόμου τ ρματα πο τρεχαν κα μ᾿ ατ τν τρόπο δυνάμωνε τος μς του. πίσης  Μίλων  Κροτωνιάτης δν μετατοπιζόταν ξω π τ λειμμένο σκουτάρι κι ντιστεκόταν στ σπρώξιμο πως τ κολλημένα μ μολύβι γάλματα. Μ᾿ να λόγο, γυμνάζονταν γι ν εναι τοιμοι στ γωνίσματά τους. ς ποθέσουμε μως τι τος τρωγε  περιέργεια κι φηναν τν κουρνιαχτ τν γυμναστηρίων γι τς μελδίες το Μαρσύα, το αλητ π τ Φρυγία, κα το μαθητ του, το λυμπου. Τί θ συνέβαινε τότε; Θ κέρδιζαν τν κότινο; Θ δοξάζονταν; Θ προκαλοσαν τν θαυμασμ μ τν σωματική τους λκή; λλ οτε κι  Τιμόθεος,  περίφημος αλητς π τ Θήβα, παράτησε τ μουσικ γι ν χάνει τν καιρό του στς παλαστρες. Διότι ν κανε κάτι τέτοιο, δν θ μποροσε ν τος ξεπεράσει λους στν τέχνη τν χων κα ν χει τέτοια κανότητα σ᾿ ατήν, στε, νάλογα μ τ κέφι του, λλοτε οστρηλατοσε τν ψυχ μ τ σοβαρ κι αστηρ ρμονία κι λλοτε, γλυκαίνοντας τος τόνους, τ χαλάρωνε κα τν πράϋνε. Χάρη στν τέχνη του, καθς λένε, κόμα κα τν Μέγα λέξανδρο, παίζοντας να φρυγικ μέλος, τν κανε ν πεταχτε π τ τραπέζι σ πολεμικ συναγερμ κι στερα τν ξανάφερε νάμεσα στος συνδαιτημόνες του, παλαίνοντας τ μουσικό του παίξιμο. Τόση εναι  δύναμη κα στ μουσικ κα στν θλητισμό, πο δίνει  προσαρμοσμένη στν σκοπό της σκηση.
Κα μι πο  λόγος γι στεφάνια κι θλητές. Τί τραβον ατο ο νθρωποι! Αξαίνουν τ δύναμή τους μ πολ δρώτα κα κόπους στ γυμναστήρια.  προπονητής τους κόμα κα ξύλο τος δίνει.  δίαιτά τους δν εναι καθόλου ζηλευτή. Εναι  γνωστ τν γυμναστν. Κι π κάθε λλη ποψη -γι ν μ μακρηγορήσουμε- περνον ζω δύσκολη, πο εναι προετοιμασία γι τν γώνα. Κι φο τσι τοιμασθον, τότε μπαίνουν γυμνο στ στάδιο κα περνον λους τος κόπους κα τς λαχτάρες, γι ν κερδίσουν να στεφάνι π ταπειν χορτάρι κα ν ναγορευθον νικητές. Κι μες, τώρα, πο περιμένουμε τόσο θαυμαστ στν ριθμ κα στν ξία στεφάνια, περίγραπτα μ λέξεις, πς εναι δυνατν ν πετύχουμε μ μίμετρα, μ μαλθακ ζωή, μ λλειψη περιορισμν; ν ταν τσι,  μεριμνησία θ ταν πολύτιμο πργμα στ ζωή.
 Σαρδανάπαλος,  σσύριος κενος βασιλιάς, πο ταν νομαστς γι τν τρυφηλ ζωή του, θ πρεπε ν ταν  πι ετυχισμένος νθρωπος. πίσης  Μαργίτης, πο καθς ναφέρει να ποίημα ποδινόμενο στν μηρο, δν ταν κανς οτε ν ργώνει οτε ν σκάβει οτε τίποτε λλο παρόμοιο ν κάνει. λλ ς κοιτάξουμε μήπως εναι μεγάλη λήθεια ατ πο επε νας π τος φτ σοφούς,  Πιττακός, τι τ ν γίνει κανες καλς νθρωπος εναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ ποκτήσουμε μ πολλος κόπους τ γαθά, πού, καθς προείπαμε, τίποτε τ νθρώπινο δν τος μοιάζει. Δν πρέπει, λοιπόν, ν εμαστε μελες κα μ λιγόχρονη κηδία ν χάσουμε τς λπίδες πολ κριβν πραγμάτων. τσι, θ ταν σν ν θέλουμε ν τιμωρηθομε κα σ᾿ ατν δ τν κόσμο, πργμα πολ βαρ γι κάθε συνετ νθρωπο, λλ κα στ κριτήρια, πο πάρχουν, ετε κάτω π τ γ, ετε πουδήποτε λλο το σύμπαντος. Διότι, ποιος χωρς ν θέλει δν ξεπλήρωσε τ καθκον του, σως συγχωρηθ κάπως π τν Θεό. λλ ποιος διάλεξε συνειδητ τ κακό, εναι ντελς δικαιολόγητος κα θ τιμωρηθε πανωτά.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ
λλά, θ πε κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, ν κάνουμε; πλούστατα: τίποτε λλο παρ ν παραμερίσουμε τ κάθε τι κα ν μεριμνήσουμε γι τν ψυχή. Δν πρέπει ν εμαστε ποταγμένοι στ σμα, χωρς πόλυτη νάγκη. λλ ν παρέχουμε στν ψυχ ,τι τ πι καλό, χρησιμοποιώντας τ σωστ σκέψη κα λύνοντας τν τσι π τ δεσμ τν παθν το σώματος, πο εναι κατ κάποιο τρόπο  φυλακή της. Καί, παράλληλα κάνοντας τ σμα νώτερο π τ πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στ στομάχι ,τι εναι ναγκαο κι χι ,τι εναι εχάριστο. πάρχουν νθρωποι, πο ψάχνουν σ στερις κα σ θάλασσες, γι ν βρον σπουδαίους μαγείρους κα τραπεζοποιούς, λς κα τος πρόσταξε ν τ κάνουν κάποιος παιτητικς γεμόνας, σν φόρο στ βουλιμία του. Εναι νθρωποι γι κλάματα. Δεινοπαθον πως ο κολασμένοι στν δη. Κα γι ποι λόγο; πως λέγει  παροιμία, κουβαλον νερ μ κόσκινο σ τρύπιο πιθάρι κι ο κόποι τους τέλος δν χουν. Κι  περίσσια περιποίηση τν μαλλιν κα το ντυσίματος εναι, κατ τ λεγόμενα το Διογένη, πασχόληση νθρώπων δίκων  δυστυχισμένων. Τ ν εναι κανες κομψευόμενος  κα τ ν λέγεται τέτοιος, εναι τ διο περίπου σν ν μιμεται τς ταρες  ν πιβουλεύεται τν οκογενειακ τιμ το πλησίον του.
Τί διαφορά, γι τν φρόνιμο νθρωπο, νάμεσα στ πολυτελς κα στ πλς πρακτικ ροχο, μι κα τ τελευταο κάνει τ δουλειά του, προστατεύοντας τ σμα π τ χειμωνιάτικο κρύο κι π τ κάμα το καλοκαιριο; Κα γι λα τ λλα, πάλι, τ διο σχύει: ν μ ξεπερνον τ μέτρο τς λογικς νάγκης κι οτε ν κολακεύουν τ σμα σ βάρος το συμφέροντος τς ψυχς.  νθρωπος πο ξίζει ν λέγεται νθρωπος, θεωρε δια ντροπ τ ν εναι κομψευόμενος κα πηρέτης το κορμιοπως κα τ ν εναι ποδουλωμένος σ ποιοδήποτε λλο πάθος. ποιος κάνει τ πν γι τν κζήτηση στ σωματική του μφάνιση, ποδείχνει τι δν χει συνείδηση τς ληθινς νθρώπινης ξίας. Δν καταλαβαίνει τ σοφ γνωμικό, πο λέγει: νθρωπος δν εναι ,τι φαίνεται π᾿ ξω. Πρέπει, μ ψηλότερη σκέψη, ν καταλαβαίνουμε τί πραγματικ εμαστε  καθένας.
Γι ν γίνει ατό, χρειάζεται ψυχ καθαρ πι πολ π᾿ ,τι γι ν δε κανες τν λιο μ γερ μάτια. Κα τί σημαίνει, μ λίγα λόγια, καθαρ ψυχή; Περιφρόνηση τν σωματικν πολαύσεων. Δηλαδ ν μν τρέφουμε τν ρασή μας μ τ τοπα θεάματα τν θαυματοποιν. Ν μν κθέτουμε γυμν τ σώματα, πργμα πο προκαλε τν δον μεσα. Ν μν κομε μεθυστικ τραγούδια γι τν ψυχή, μ σεμνο περιεχόμενο, μι κα τέτοια μουσικ δίνει ζω σ πάθη πο ποδουλώνουν κι ξευτελίζουν τν νθρωπο. λλη εναι  μουσικ πο ταιριάζει σ μς. Μι μουσικ πο εναι καλύτερη κι ψώνει στ καλύτερο. κείνη πο μεταχειριζόταν κι  Δαβίδ,  ποιητς τν ψαλμν τς Παλαις Διαθήκης, γι ν κατασιγάσει τν ξαλλοσύνη το βασιλι Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται κα γι τν φιλόσοφο κα μαθηματικ Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, πο βρίσκονταν σ εθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τν αλητή, πο τος συνόδευε, ν᾿ λλάξει σκοπ κα ν παίξει δωρικ μελδία. Τότε, κάτω π τν πίδρασή της, λθαν στ συγκαλά τους, πέταξαν τ στεφάνια κα τράβηξαν γι τ σπίτια τους γεμάτοι ντροπή. λλοι πάλι, κάτω π τος χους το αλο, μεταβάλλονται σ Κορύβαντες κα Βάκχες. Τόσο διαφέρει στν πίδρασή της  καλ π τν νήθικη μουσική. Λοιπόν, τ πρτο πο πρέπει ν ποφεύγετε π᾿ σα καταφάνερα ασχρ πράγματα πάρχουν, εναι  μάθηση τς μουσικς πο χει σήμερα πέραση. Κα τ ν νακατεύετε τν τμόσφαιρα μ λογιν-λογιν ναθυμιάσεις, πο δονίζουν τν σφρηση,  τ ν φορτε ρώματα, ντρέπομαι κόμα κα ν τ παγορέψω. σο γι τς δονς τς παφς κα τς γεύσεως, τί ν π λλο π τ τι ποχρεώνουν σους τος χουν δοθε ν ζονε σν κτήνη, χοντας νδιαφέρον μονάχα γι τν κοιλι κι ,τι εναι κάτω π τν κοιλιά;
ς τ π, σύντομα: ποιος δν θέλει ν βουλιάξει στ βόρβορο τν σωματικν δονν, πρέπει ν περιφρονήσει λο τ σμα,  ν τ φροντίζει τόσο μονάχα σο το χρειάζεται γι ν τ χει βοηθ στ φιλοσοφία, πως λέγει  Πλάτων κι πως λέγει  Παλος συμβουλεύοντας ν μ φροντίζουμε γι τ σμα κατ τρόπο πο ν δίνει λαβ σ πιθυμίες. σοι φροντίζουν γι ν εναι καλ τ σμα κα τν ψυχή, πο θ χρησιμοποιήσει τ σμα, τν παραμελον σν νάξια λόγου, εναι διοι με σους νοιάζονται πολ γι τ ργαλεα, λλ δν τος νοιάζει γι τν τέχνη, πο τ χρησιμοποιε. Τ ντίθετο πρέπει ν γίνεται. Ν τιμωρον τ σμα. Ν καταπτοον τς ρμές του σν θηρία. Ν παίρνουν τν ρθ σκέψη σν βούρδουλα κα ν μαστιγώνουν κα ν ποκοιμίζουν τν τρικυμία τς ψυχς, πο προκαλεται π τ σμα. Κι χι μολώντας κάθε χαλινάρι γι τν δονή, ν᾿ φήνουν τν ψυχ στ κατάντημα τυχου νιόχου, πο τν πνε κατ κρημνν τίθασα κι ρμητικ λογα. ς θυμονται κα τ ξς π τ ζω το Πυθαγόρα: κάποτε, σν εδε να φίλο του, πο μ τν καλοφαγία κα τς σωματικς σκήσεις, εχε κάνει κορμ ντυπωσιακό, το επε: Δν παύεις, φίλε μου ν φτιάχνεις τ φυλακή σου πι δύσκολη; Λένε κα γι τν Πλάτωνα: προβλέποντας τς ζημιές, πο θ το προκαλοσε τ κορμί, γκαταστάθηκε ξεπίτηδες στν καδημία, τόπο τς ττικς νοσηρό, γι ν κόψει τσι τν περβολικ εαισθησία το σώματος, πως κόβουν τ περίσσιο φύλλωμα το μπελιογ μάλιστα κουσα τος γιατρος ν λένε τι  πολλ γεία εναι κάτι τ πικίνδυνο.
Μιά, λοιπόν, πο  περίσσια φροντίδα γι τ σμα εναι κα στ διο χρηστη κα στν ψυχ μπόδιο, εναι σωστ φροσύνη τ ν ξαρτμε λα π τ σμα κα ν εμαστε σκλάβοι του. Κανένα λλο νθρώπινο πργμα δν ξίζει τόσο θαυμασμ σο  σκηση στν περιφρόνηση το σώματος. Δν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τί θ τν χρειασθομε τν πλοτο, ταν χουμε καταπατήσει τς σωματικς δονές. κτς ν εναι εχαρίστηση ν γρυπνε κανες πάνω π θαμμένους θησαυρούς, πως ο μυθικο δράκοντες, πο ναφέρει  στορικς ρόδοτος.  νθρωπος πο χει καλλιεργηθε κι πόκτησε λεύθερο φρόνημα ς πρς ατά, δν μπορε ν κάνει,  ν πε ποτ κάτι τ ποταπ κα τ ασχρό. νας τέτοιος νθρωπος προσέχει μονάχα τ ναγκαο. Τ πόλοιπα, στω κι ν εναι σν τ χρυσάφι το Πακτωλο ποταμο σν τ χρυσάφι πο βγάζουν τ μερμήγκια, πο ναφέρει  ρόδοτος, τ κανονίζουν ο νάγκες τς φύσεως κι χι  πληστία τν δονν. σοι ξεπερνον τ σύνορα τς νάγκης, μοιάζουν μ νθρώπους πο γλιστρον σ κατήφορο κα μν χοντας πο ν στηρίξουν τ πόδια τους ξακολουθον ενάως ν πέφτουν. σο πι πολλ ποκτον, τόσο περισσότερα χρειάζονται, γι ν κανοποιον τς πιθυμίες πως λέγει κι  νομοθέτης Σόλων:
Στν νθρώπινο πλοτο τέρμα φανερ δν πάρχει.
λλ κι  Θέογνις ς ρθει στ μέση γι ν μς διδάξει σ᾿ ατ τ ζήτημα:
Δν ποθ οτε εχομαι ν γίνω πλούσιος. μποτε μ λίγα ν ζ, χωρς δεινά.
ξιος θαυμασμο εναι κι  Διογένης, πο περιφρονοσε λα μαζ τ νθρώπινα γαθ κι λεγε τι εναι πλουσιώτερος κι π τν βασιλι τς Περσίας, διότι στ ζωή του εχε νάγκη π λιγότερα πράγματα. Ο πολλο μως τίποτε δν θαρρον ρκετ κα θ θελαν ν χουν τ τάλαντα το Πυθίου κι πέραντα χωράφια κι ναρίθμητα κοπάδια. λλ νομίζω τι τν πλοτο, ταν δν τν χουμε, δν πρέπει ν τν ποθομε. Κι ταν τν χουμε, ν μ καυχώμαστε γι τ τι εναι δικός μας, λλ γι τ τι ξέρουμε ν τν χρησιμοποιομε. Σωστ μίλησε  Σωκράτης σ᾿ να πλούσιο, πο καυχιόταν γι τ βιός του, ταν το επε τι δν θ τν θαύμαζε πρν διαπιστώσει ν ξερε ν τν χρησιμοποιήσει. Θ ταν γι γέλια  Φειδίας κι  Πολύκλειτος, ν καυχιόντουσαν γι τ χρυσάφι κα τ φίλντισι, μ τ ποα  νας φτιαξε τ γαλμα το Δία γι τος κατοίκους τς λείας κι  λλος τ γαλμα τς ρας γι τος ργείους. Διότι θ εχαν καυχηθε γι πλοτο πο δν ταν δικός τους κα διότι δν θ λογάριαζαν τν τέχνη τους πο δωσε νόημα κι μορφι στ χρυσάφι. μες τώρα εμαστε λιγότερο καταγέλαστοι ν παραδεχθομε τι  ρετ δν εναι ρκετ στολίδι το αυτο της;
ς πομε, λοιπόν, τι καταπατήσαμε τν πλοτο κα περιφρονήσαμε τς δονς τν ασθήσεων. Θ πιζητήσουμε μως τν κολακεία κα τ χάδια κα θ ντιγράψουμε τ φιλοκέρδεια κα τν εστροφία τς λεπος, πο ναφέρει  μύθος το λυρικο ποιητ ρχιλόχου;  φρόνιμος νθρωπος τίποτε λλο δν πρέπει ν ποφεύγει περισσότερο π τ ζω τν πιδείξεων, π τ ν τν πηρεάζει τ τί θ πε γι᾿ ατν  κόσμος, π τ ν μν χει πυξίδα τς ζως του τ λογική. ν τ χει ποφύγει ατά, τότε δν φοβται ν πάει ντίθετα πρς τ γνώμη λης τς κοινωνίας, ν τν κατηγορήσουν, ν κινδυνέψει γι χάρη το γαθο, ν σταθε κλόνητος στν ρθ πόφαση. νας πο δν ζ τσι, δν διαφέρει σ τίποτε π τν μηρικ Πρωτέα, πο ταν θελε γινόταν φυτ  ζο  φωτι  νερ  τιδήποτε λλο πράγμα. Διότι νας τέτοιας λογς νθρωπος λλοτε ξυμνε τ δίκιο σ σους τ τιμον, λλοτε θ πε τ ντίθετα, ταν δε τι κυριαρχε  δικία, πως κριβς κάνουν ο κόλακες. Κι πως τ χταπόδι λλάζει χρμα νάλογα μ τν βυθό, τσι κι ατς θ᾿ λλάζει γνμες νάλογα μ᾿ κενες τν γύρω του.
Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Ατ λα θ τ διδαχθομε τελειότερα στν γία Γραφή μας. λλ πρς ρας τ περιγράφουμε, σν σκιαγράφημα τς ρετς π τν κοσμικ σοφία. σοι μ᾿ πιμέλεια μαζεύουν τν φέλεια π κάθε τι, μοιάζουν μ ποτάμια πο παίρνουν στ διάβα τους νερ π παραποτάμους κι λοένα γίνονται μεγαλύτερα. Εναι σωστ  πόμνηση το σιόδου γι τ λίγο πο προστίθεται στ λίγο, χι μονάχα σχετικ μ τ χρμα, λλ κα μ τ γνώση. Μ τν τρόπο ατν κι  γνώση γίνεται περισσότερη κα μεγάλη. ταν  φιλόσοφος Βίας ποχαιρετοσε τν γιό του, πο φευγε γι τν Αγυπτο, κα τ παιδ τν ρώτησε μ ποι πράξη του θ τν εχαριστοσε περισσότερο, το ποκρίθηκε: ποκτώντας φόδιο γι τ γηρατιά σου. Κα μ τ λέξη φόδιο ννοοσε τν ρετή, περιγράφοντάς τη σύντομα, μι κα τν φέλεια τς τν περιόριζε στ μκος το νθρώπινου βίου. λλ γι μένα, στω κι ν πρόκειται γι τ γηρατι το μυθικο Τιθωνο  το μακρόβιου βασιλι τς Ταρτησσο, το ργανθωνίου  κα το Μαθουσάλα, πο ναφέρει  Παλαι Διαθήκη κα λέγει τι ζησε ννιακόσια βδομντα χρόνια, στω κόμα κι ν πρόκειται ν πολογίσουμε λο τν χρόνο π τότε πο πρωτοφάνηκε  νθρωπος, βλέπω τ διάστημα ατ σν παιδιάστικη, γι γέλια κταση. Διότι τενίζω τν μακρ κι γέραστο αἰῶνα, πο τέλος δν χει, τν λικία τς θάνατης ψυχς.
Συμβουλεύω ν᾿ ποκτομε φόδιο γι τν τελεύτητη ατ ζωή, κινώντας, σύμφων μ τ γνωστ κφραση, πάντα λίθον, στε ν παίρνουμε π παντο φέλεια γι μι τέτοια προοπτική. Βέβαια εναι ζήτημα πο θέλει κόπο κι χει δυσκολίες. λλ δν σημαίνει τι πρέπει ν ποθαρρυνθομε κα ν τ μελήσουμε. λλ ν θυμηθομε τ παράγγελμα τν Πυθαγορείων, πο λέγει τι  καθένας πρέπει ν διαλέγει τν ριστο τρόπο ζως κα ν βρίσκει χαρ μέσα του, συνηθίζοντάς τον. τσι, θ πιχειρήσουμε τ καλύτερο π᾿ λα. Εναι ντροπ ν διαφορήσουμε γι τν τωριν εκαιρία κι ταν περάσει  καιρς ν πασχίζουμε ν φέρουμε μπροστά μας τ περασμένα, χωρς ν κατορθώσουμε τίποτε λλο π θλίψη. π᾿ σα, λοιπόν, θαρρ τι εναι τ καλύτερα, λλα σς τ επα τώρα κι λλα σο ζ θ σς τ συμβουλεύω. Κα σες, τώρα, νάμεσα στ τρία εδη ρρώστιας, μ τοποθετηθτε στ τελευταο, τ θεράπευτο. Κα μ δείξετε τι  ψυχική σας σθένεια μοιάζει μ᾿ κενες τν σωματικ ρρώστων. σοι δηλαδ χουν κάποια μικρ ρρώστια, πνε ο διοι στος γιατρούς. σοι παθαν κάποια μεγαλύτερη ρρώστια τος προσκαλον στ σπίτι τους. Κι σοι πεσαν σ ντελς νίατη μανία, κα πο τος πλησιάζουν ο γιατροί, δν τος δέχονται. Μ πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, ποφεύγοντας τς ρθς σκέψεις.
 ____
ΠΡΩΤΟΠΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
1
Πολλά με τ παρακαλοντά στι συμβουλεσαι μν,  παδες,  βέλτιστα εναι κρίνω, κα  συνοίσειν μν λομένοις πεπίστευκα. Τό τε γρ λικίας οτως χειν, κα τ δι πολλν δη γεγυμνάσθαι πραγμάτων, κα μν κα τ τς πάντα παιδευούσης π᾿ μφω μεταβολς κανς μετασχεν, μπειρόν με εναι τν νθρωπίνων πεποίηκεν, στε τος ρτι καθισταμένοις τν βίον χειν σπερ δο τν σφαλεστάτην ποδεικνύναι· τ τε παρ τς φύσεως οκειότητι εθς μετ τος γονέας μν τυγχάνω, στε μήτ᾿ ατς λαττόν τι πατέρων ενοίας νέμειν μν, μς δ νομίζω, ε μή τι μν διαμαρτάνω τς γνώμης, μ ποθεν τος τεκόντας, πρς μ βλέποντας. Ε μν ον προθύμως δέχοισθε τ λεγόμενα, τς δευτέρας τν παινουμένων σεσθε παρ᾿ σιόδ τάξεως· ε δ μή, γ μν οδν ν εποιμι δυσχερές, ατο δ μέμνησθε τν πν δηλονότι, ν ος κενός φησιν ριστον μν εναι τν παρ᾿ αυτο τ δέοντα συνορντα, σθλν δ κκενον τν τος παρ᾿ τέρων ποδειχθεσιν πόμενον, τν δ πρς οδέτερον πιτήδειον χρεον εναι πρς παντα. Μ θαυμάζετε δ ε καθ᾿ κάστην μέραν ες διδασκάλου φοιτσι, κα τος λλογίμοις τν παλαιν νδρν δι᾿ ν καταλελοίπασι λόγων συγγινομένοις μν, ατός τι παρ᾿ μαυτο λυσιτελέστερον ξευρηκέναι φημί. Τοτο μν ον ατ κα συμβουλεύσων κω, τ μ δεν ες παξ τος νδράσι τούτοις, σπερ πλοίου τ πηδάλια τς διανοίας μν παραδόντας, περ ν γωσι, ταύτη συνέπεσθαι, λλ᾿ σον στ χρήσιμον ατν δεχομένους, εδέναι τί χρ κα παριδεν. Τίνα ον στι τατα κα πως διακρινομεν, τοτο δ κα διδάξω νθεν λών.
2
μες,  παδες, οδν εναι χρμα παντάπασι τν νθρώπινον βίον τοτον πολαμβάνομεν, οτ᾿ γαθόν τι νομίζομεν λως, οτ᾿ νομάζομεν,  τν συντέλειαν μν χρι τούτου παρέχεται. Οκον ο προγόνων περιφάνειαν, οκ σχν σώματος, ο κάλλος, ο μέγεθος, ο τς παρ πάντων νθρώπων τιμάς, ο βασιλείαν ατήν, οχ  τι ν εποι τις τν νθρωπίνων, μέγα, λλ᾿ οδ᾿ εχς ξιον κρίνομεν,  τος χοντας ποβλέπομεν, λλ᾿ π μακρότερον πρόιμεν τας λπίσι, κα πρς τέρου βίου παρασκευν παντα πράττομεν.  μν ον ν συντελ πρς τοτον μν, γαπν τε κα διώκειν παντ σθένει χρναί φαμεν, τ δ᾿ οκ ξικνούμενα πρς κενον ς οδενς ξια παρορν. Τίς δ ον οτος  βίος κα πη κα πως ατν βιωσόμεθα, μακρότερον μν  κατ τν παροσαν ρμν φικέσθαι, μειζόνων δ  καθ᾿ μς κροατν κοσαι. Τοσοτόν γε μν επν κανς ν σως μν νδειξαίμην τι πσαν μο τν φ᾿ ο γεγόνασιν νθρωποι τ λόγ τις συλλαβν κα ες ν θροίσας εδαιμονίαν οδ πολλοστ μέρει τν γαθν κείνων ερήσει παρισουμένην, λλ πλεον το ν κείνοις λαχίστου τ σύμπαντα τν τδε καλν κατ τν ξίαν φεστηκότα  καθ᾿ σον σκι κα ναρ τν ληθν πολείπεται. Μλλον δέ, ν᾿ οκειοτέρ χρήσωμαι τ παραδείγματι, σ ψυχ τος πσι τιμιωτέρα σώματος, τοσούτ κα τν βίων κατέρων στ τ διάφορον.
Ες δ τοτον γουσι μν ερο Λόγοι, δι᾿ πορρήτων μς κπαιδεύοντες. ως γε μν π τς λικίας πακούειν το βάθους τς διανοίας ατν οχ οόν τε, ν τέροις ο πάντη διεστηκόσιν, σπερ ν σκιας τισι κα κατόπτροις, τ τς ψυχς μματι τέως προγυμναζόμεθα, τος ν τος τακτικος τς μελέτας ποιουμένους μιμούμενοι· ο γε, ν χειρονομίαις κα ρχήσεσι τν μπειρίαν κτησάμενοι, π τν γώνων το κ τς παιδις πολαύουσι κέρδους. Κα μν δ ον γνα προκεσθαι πάντων γώνων μέγιστον νομίζειν χρεών, πρ ο πάντα ποιητέον μν κα πονητέον ες δύναμιν π τν τούτου παρασκευήν, κα ποιητας κα λογοποιος κα ήτορσι κα πσιν νθρώποις μιλητέον θεν ν μέλλη πρς τν τς ψυχς πιμέλειαν φέλειά τις σεσθαι. σπερ ον ο δευσοποιοί, παρασκευάσαντες πρότερον θεραπείαις τισν  τι ποτ᾿ ν  τ δεξόμενον τν βαφήν, οτω τ νθος πάγουσιν, ν τε λουργόν, ν τέ τι τερον · τν ατν δ κα μες τρόπον, ε μέλλει νέκπλυτος μν  το καλο παραμένειν δόξα, τος ξω δ τούτοις προτελεσθέντες, τηνικατα τν ερν κα πορρήτων πακουσόμεθα παιδευμάτων· κα οον ν δατι τν λιον ρν θισθέντες οτως ατ προσβαλομεν τ φωτ τς ψεις.
3
Ε μν ον στι τις οκειότης πρς λλήλους τος λόγοις, προργου ν μν ατν  γνσις γένοιτο· ε δ μή, λλ τό γε παράλληλα θέντας καταμαθεν τ διάφορον ο μικρν ες βεβαίωσιν το βελτίονος. Τίνι μέντοι κα παρεικάσας τν παιδεύσεων κατέραν, τς εκόνος ν τύχοις; που καθάπερ φυτο οκεία μν ρετ τ καρπ βρύειν ραίω, φέρει δέ τινα κόσμον κα φύλλα τος κλάδοις περισειόμενα· οτω δ κα ψυχ προηγουμένως μν καρπς  λήθεια, οκ χαρί γε μν οδ τν θύραθεν σοφίαν περιβεβλσθαι, οόν τινα φύλλα σκέπην τε τ καρπ κα ψιν οκ ωρον παρεχόμενα. Λέγεται τοίνυν κα Μωυσς κενος  πάνυ, ο μέγιστόν στιν π σοφία παρ πσιν νθρώποις νομα, τος Αγυπτίων μαθήμασιν γγυμνασάμενος τν διάνοιαν, οτω προσελθεν τ θεωρί Το ντος. Παραπλησίως δ τούτω, κν τος κάτω χρόνοις, τν σοφν Δανιλ π Βαβυλνός φασι τν χαλδαίων σοφίαν καταμαθόντα, τότε τν θείων ψασθαι παιδευμάτων.
4
λλ᾿ τι μν οκ χρηστον ψυχας μαθήματα τ ξωθεν δ τατα κανς ερηται· πως γε μν ατν μεθεκτέον μν ξς ν εη λέγειν. Πρτον μν ον τος παρ τν ποιητν, ν᾿ ντεθεν ρξωμαι, πε παντοδαποί τινές εσι κατ τος λόγους, μ πσιν φεξς προσέχειν τν νον, λλ᾿ ταν μν τς τν γαθν νδρν πράξεις  λόγους μν διεξίωσιν, γαπν τε κα ζηλον, κα τι μάλιστα πειρσθαι τοιούτους εναι, ταν δ π μοχθηρος νδρας λθωσι τ μιμήσει, τατα δε φεύγειν πιφρασσομένους τ τα οχ ττον  τν δυσσέα φασν κενοι τ τν Σειρήνων μέλη.  γρ πρς τος φαύλους τν λόγων συνήθεια δός τίς στιν π τ πράγματα. Δι δ πάσ φυλακ τν ψυχν τηρητέον, μ δι τς τν λόγων δονς παραδεξάμενοί τι λάθωμεν τν χειρόνων, σπερ ο τ δηλητήρια μετ το μέλιτος προσιέμενοι. Ο τοίνυν ῳἐν πσιν& παινεσόμεθα τος ποιητάς, ο λοιδορουμένους, ο σκώπτοντας, οκ ρντας  μεθύοντας μιμουμένους, οχ ταν τραπέζ πληθούσ κα δας νειμέναις τν εδαιμονίαν ρίζωνται. Πάντων δ κιστα περ θεν τι διαλεγομένοις προσέξομεν, κα μάλισθ᾿ ταν ς περ πολλν τε ατν διεξίωσι κα τούτων οδ᾿ μονοούντων. δελφς γρ δ παρ᾿ κείνοις διαστασιάζει πρς δελφόν, κα γονες πρς παδας, κα τούτοις αθις πρς τος τεκόντας πόλεμός στιν κήρυκτος. Μοιχείας δ θεν κα ρωτας κα μίξεις ναφανδόν, κα ταύτας γε μάλιστα το κορυφαίου πάντων κα πάτου Διός, ς ατο λέγουσιν,  κν περ βοσκημάτων τις λέγων ρυθριάσειε, τος π σκηνς καταλείψομεν. Τατ δ τατα λέγειν κα περ συγγραφέων χω, κα μάλισθ᾿ ταν ψυχαγωγίας νεκα τν κουόντων λογοποισι.
Κα ητόρων δ τν περ τ ψεύδεσθαι τέχνην ο μιμησόμεθα. Οτε γρ ν δικαστηρίοις, οτ᾿ ν τας λλαις πράξεσιν πιτήδειον μν τ ψεδος, τος τν ρθν δν κα ληθ προελομένοις το βίου, ος τ μ δικάζεσθαι νόμ προστεταγμένον στίν. λλ᾿ κενα ατν μλλον ποδεξόμεθα, ν ος ρετν πήνεσαν,  πονηρίαν διέβαλον. ς γρ τν νθέων τος μν λοιπος χρι τς εωδίας  τς χρόας στν  πόλαυσις, τας μελίτταις δ᾿ ρα κα μέλι λαμβάνειν π᾿ ατν πάρχει, οτω δ κνταθα τος μ τ δ κα πίχαρι μόνον τν τοιούτων λόγων διώκουσιν στι τιν κα φέλειαν π᾿ ατν ες τν ψυχν ποθέσθαι. Κατ πσαν δ ον τν μελιττν τν εκόνα τν λόγων μν μεθεκτέον. κεναί τε γρ οτε πασι τος νθεσι παραπλησίως πέρχονται, οτε μν ος ν πιπτσιν λα φέρειν πιχειροσιν, λλ᾿ σον ατν πιτήδειον πρς τν ργασίαν λαβοσαι, τ λοιπν χαίρειν φκαν· μες τε, ν σωφρονμεν, σον οκεον μν κα συγγενς τ ληθεί παρ᾿ ατν κομισάμενοι, περβησόμεθα τ λειπόμενον. Κα καθάπερ τς οδωνις το νθους δρεψάμενοι τς κάνθας κκλίνομεν, οτω κα π τν τοιούτων λόγων σον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τ βλαβερν φυλαξόμεθα. Εθς ον ξ ρχς πισκοπεν καστον τν μαθημάτων, κα συναρμόζειν τ τέλει προσκε, κατ τν Δωρικν παροιμίαν, τν λίθον ποτ τν σπάρτον γοντας.
5
Κα πειδήπερ δι᾿ ρετς π τν βίον μν καταθεναι δε τν τερον, ες ταύτην δ πολλ μν ποιητας, πολλ δ συγγραφεσι, πολλ δ τι πλεί φιλοσόφοις νδράσιν μνηται, τος τοιούτοις τν λόγων μάλιστα προσεκτέον. Ο μικρν γρ τ φελος, οκειότητά τινα κα συνήθειαν τας τν νέων ψυχας τς ρετς γγενέσθαι· πείπερ μετάστατα πέφυκεν εναι τ τν τοιούτων μαθήματα, δι᾿ παλότητα τν ψυχν ες βάθος νσημαινόμενα.  τί ποτε λλο διανοηθέντα τν σίοδον πολάβωμεν ταυτ ποισαι τ πη  πάντες δουσιν,  οχ προτρέποντα τος νέους π᾿ ρετήν; τι τραχεα μν πρτον κα δύσβατος κα δρτος συχνο κα πόνου πλήρης  πρς ρετν φέρουσα κα νάντης δός. Διόπερ ο παντς οτε προσβναι ατ δι τ ρθιον, οτε προσβάντα αδίως π τ κρον λθεν. νω δ γενομέν ρν πάρχει ς μν λεία τε κα καλή, ς δ ῥᾳδία τε κα επορος, κα τς τέρας δίων τς π τν κακίαν γούσης, ν θρόον εναι λαβεν κ το σύνεγγυς  ατς οτος ποιητς φησεν. μο μν γρ δοκε οδν τερον  προτρέπων μς π᾿ ρετήν, κα προκαλούμενος παντας γαθος εναι, τατα διελθεν κα στε μ καταμαλακισθέντας πρς τος πόνους προαποστναι το τέλους. Κα μέντοι, κα ε τις τερος οικότα τούτοις τν ρετν μνησεν, ς ες τατν μν φέροντας τος λόγους ποδεχώμεθα.
ς δ᾿ γώ τινος κουσα δεινο καταμαθεν νδρς ποιητο διάνοιαν, πσα μν  ποίησις τ μήρ ρετς στιν παινος, κα πάντα ατ πρς τοτο φέρει,  τι μ πάρεργον· οχ κιστα δ ν ος τν στρατηγν τν Κεφαλλήνων πεποίηκε, γυμνν κ το ναυαγίου περισωθέντα, πρτον μν αδέσαι τν βασιλίδα φανέντα μόνον, τοσούτου δεν ασχύνην φλσαι γυμνν φθέντα, πειδήπερ ατν ρετ ντ ματίων κεκοσμημένον ποίησε· πειτα μέντοι κα τος λοιπος Φαίαξι τοσούτου ξιον νομισθναι στε φέντας τν τρυφν  συνέζων, κενον ποβλέπειν κα ζηλον παντας, κα μηδένα Φαιάκων ν τ τότε εναι λλο τι ν εξασθαι μλλον  δυσσέα γενέσθαι, κα τατα κ ναυαγίου περισωθέντα. ν τούτοις γρ λεγεν  το ποιητο τς διανοίας ξηγητς μονονουχ βοντα λέγειν τν μηρον τι· ρετς μν πιμελητέον,  νθρωποι,  κα ναυαγήσαντι συνεκνήχεται κα π τς χέρσου γενόμενον γυμνν τιμιώτερον ποδείξει τν εδαιμόνων Φαιάκων. Κα γρ οτως χει. Τ μν λλα τν κτημάτων ο μλλον τν χόντων  κα οτινοσον τν πιτυχόντων στίν, σπερ ν παιδι κύβων τδε κκεσε μεταβαλλόμενα· μόνη δ κτημάτων  ρετ ναφαίρετον, κα ζντι κα τελευτήσαντι παραμένουσα. θεν δ κα Σόλων μοι δοκε πρς τος επόρους επεν τό·
λλ᾿ μες ατος ο διαμειψόμεθα τς ρετς τν πλοτον·
πε τ μν μπεδον αεί,
χρήματα δ᾿ νθρώπων λλοτε λλος χει.
Παραπλήσια δ τούτοις κα τ Θεόγνιδος, ν ος φησι τν θεόν, ντινα δ καί φησι, τος νθρώποις τ τάλαντον πιρρέπειν λλοτε λλως,
«λλοτε μν πλουτεν, λλοτε δ μηδν χειν.»
Κα μν κα  Κεός που σοφιστς τν αυτο συγγραμμάτων δελφ τούτοις ες ρετν κα κακίαν φιλοσόφησεν·  δ κα ατ τν διάνοιαν προσεκτέον· ο γρ πόβλητος  νήρ. χει δ οτω πως  λόγος ατσα γ το νδρς τς διανοίας μέμνημαι, πε τά γε ήματα οκ πίσταμαι, πλήν γε δ τι πλς οτως ερηκεν νευ μέτρου· τι νέ ντι τ ρακλε κομιδ, κα σχεδν ταύτην γοντι τν λικίαν, ν κα μες νν, βουλευομέν ποτέραν τράπηται τν δν, τν δι τν πόνων γουσαν πρς ρετήν,  τν άστην, προσελθεν δύο γυνακας, ταύτας δ εναι ρετν κα Κακίαν. Εθς μν ον κα σιωπώσας μφαίνειν π το σχήματος τ διάφορον. Εναι γρ τν μν π κομμωτικς διεσκευαςμένην ες κάλλος, κα π τρυφς διαρρεν, κα πάντα σμν δονς ξηρτημένην γειν· τατά τε ον δεικνύναι, κα τι πλείω τούτων πισχνουμένην, λκειν πιχειρεν τν ρακλέα πρς αυτήν· τν δ᾿ τέραν κατεσκληκέναι, κα αχμεν, κα σύντονον βλέπειν, κα λέγειν τοιατα τερα· πισχνεσθαι γρ οδν νειμένον, οδ δύ, λλ᾿ δρτας μυρίους κα πόνους κα κινδύνους, δι πάσης πείρου τε κα θαλάσσης, θλον δ τούτων εναι θεν γενέσθαι, ς  κείνου λόγος· περ δ κα τελευτντα τν ρακλέα συνέπεσθαι.
6
Κα σχεδν παντες ν δ κα λόγος τίς στιν π σοφία,  μικρν  μεζον ες δύναμιν καστος ν τος αυτν συγγράμμασιν ρετς παινον διεξλθον· ος πειςτέον κα πειρατέον π το βίου δεικνύναι τος λόγους. ς  γε τν χρι ημάτων παρ τος λλοις φιλοσοφίαν ργω βεβαιν
οος πέπνυται· το δ σκια ίσσουσι.
Καί μοι δοκε τ τοιοτον παραπλήσιον εναι σπερ ν ε ζωγράφου θαυμαστόν τι οον κάλλος νθρώπου μιμησαμένου,  δ ατς εη τοιοτος π τς ληθείας οον π τν πινάκων κενος δειξεν. πε τό γε λαμπρς μν παινέσαι τν ρετν ες τ μέσον, κα μακρος πρ ατς ποτείνειν λόγους, δία δ τ δ πρ τς σωφροσύνης, κα τ πλέον χειν πρ το δικαίου τιμν, οικέναι φαίην ν γωγε τος π σκηνς ποκρινομένοις τ δράματα· ο ς βασιλες κα δυνάσται πολλάκις εσέρχονται, οτε βασιλες ντες, οτε δυνάσται, οδ μν ον τυχν λεύθεροι τ παράπαν. Ετα μουσικς μν οκ ν κν δέξαιτο νάρμοστον ατ τν λύραν εναι, κα χορο κορυφαος μ τι μάλιστα συνάδοντα τν χορν χειν· ατς δέ τις καστος διαστασιάσει πρς αυτόν, κα οχ τος λόγοις μολογοντα τν βίον παρέξεται; λλ᾿ « γλττα μν μώμοκεν,  δ φρν νώμοτος» κατ᾿ Εριπίδην ρε; κα τ δοκεν γαθς πρ το εναι διώξεται; λλ᾿ οτός στιν  σχατος τς δικίας ρος, ε τι δε Πλάτωνι πείθεσθαι, τ δοκεν δίκαιον εναι μ ντα.
7
Τος μν ον τν λόγων ο τς τν καλν χουσιν ποθήκας, οτως ποδεχόμεθα. πειδ δ κα πράξεις σπουδααι τν παλαιν νδρν  μνήμης κολουθία πρς μς διασώζονται,  ποιητν  συγγραφέων φυλαττόμεναι λόγοις, μηδ τς ντεθεν φελείας πολειπώμεθα. Οον, λοιδόρει τν Περικλέα τν ξ γορς τις νθρώπων·  δ ο προσεχε· κα ες πσαν διήρκεσαν τν μέραν,  μν φειδς πλύνων ατν τος νείδεσιν,  δ ο μέλον ατ. Ετα, σπέρας δη κα σκότους, παλλαττόμενον μόλις π φωτ παρέπεμψε Περικλς, πως ατ μ διαφθαρείη τ πρς φιλοσοφίαν γυμνάσιον. Πάλιν τις Εκλείδη τ Μεγαρόθεν παροξυνθες θάνατον πείλησε κα πώμοσεν·  δ ντώμοσεν  μν λεώσασθαι ατν κα παύσειν χαλεπς πρς ατν χοντα. Πόσου ξιον τν τοιούτων τι παραδειγμάτων εσελθεν τν μνήμην, νδρς π ργς δη κατεχομένου; τ τραγωδί γρ ο πιστευτέον «πλς» λεγούση «π᾿ χθρος θυμς πλίζει χέρα», λλ μάλιστα μν μηδ διανίστασθαι πρς θυμν τ παράπαν, ε δ μ άδιον τοτο, λλ᾿ σπερ χαλινν ατ τν λογισμν μβάλλοντας, μ ἐᾶν κφέρεσθαι περαιτέρω.
παναγάγωμεν δ τν λόγον αθις πρς τ τν σπουδαίων πράξεων παραδείγματα. τυπτέ τις τν Σωφρονίσκου Σωκράτην ες ατ τ πρόσωπον μπεσν φειδς·  δ οκ ντρεν, λλ παρεχε τ παροινοντι τς ργς μφορεσθαι, στε ξοιδεν δη κα πουλον ατ τ πρόσωπον π τν πληγν εναι. ς δ᾿ ον παύσατο τύπτων, λλο μν οδν  Σωκράτης ποισαι, πιγράψαι δ τ μετώπ λέγεται, σπερ νδριάντι τν δημιουργόν,  δενα ποίει· κα τοσοτον μύνασθαι. Τατα σχεδν ες τατν τος μετέροις φέροντα πολλο ξιον εναι μιμήσασθαι τος τηλικούτους φημί. Τουτ μν γρ τ το Σωκράτους δελφν κείν τ παραγγέλματι, τι τ τύπτοντι κατ τς σιαγόνος κα τν τέραν παρέχειν προσκε, τοσούτου δεν παμύνασθαι, τ δ το Περικλέους  τ Εκλείδου τ τος διώκοντας πομένειν κα πράως ατν τς ργς νέχεσθαι, κα τ τος χθρος εχεσθαι τ γαθά, λλ μ παρσθαι.
ς  γε ν τούτοις προπαιδευθες οκ τ᾿ ν κείνοις ς δυνάτοις διαπιστήσειεν. Οδ᾿ ν παρέλθοιμι τ το λεξάνδρου, ς τς θυγατέρας Δαρείου αχμαλώτους λαβν θαυμαστόν τι οον τ κάλλος παρέχειν μαρτυρουμένας οδ προσιδεν ξίωσεν, ασχρν εναι κρίνων τν νδρας λόντα γυναικν ττηθναι. Τουτ γρ ες τατν κείν φέρει, τι  μβλέψας πρς δονν γυναικί, κν μ τ ργ τν μοιχείαν πιτελέση, λλ τ γε τν πιθυμίαν τ ψυχ παραδέξασθαι, οκ φίεται το γκλήματος. Τ δ το Κλεινίου, τν Πυθαγόρου γνωρίμων νός, χαλεπν πιστεσαι π τατομάτου συμβναι τος μετέροις, λλ᾿ οχ μιμησαμένου σπουδ. Τί δ ν  ποίησεν κενος; ξν δι᾿ ρκου τριν ταλάντων ζημίαν ποφυγεν,  δ πέτισε μλλον  μοσε, κα τατα εορκεν μέλλων, κούσας μο δοκεν το προστάγματος τν ρκον μν παγορεύοντος.
8
λλ᾿περ ξ ρχς λεγον, πάλιν γρ ες τατν πανίωμεν, ο πάντα φεξς παραδεκτέον μν, λλ᾿ σα χρήσιμα. Κα γρ ασχρν τν μν σιτίων τ βλαβερ διωθεσθαι, τν δ μαθημάτων  τν ψυχν μν τρέφει μηδένα λόγον χειν, λλ᾿ σπερ χειμάρρουν παρασύροντας παν τ προστυχν μβάλλεσθαι. Καίτοι τίνα χει λόγον, κυβερνήτην μν οκ εκ τος πνεύμασιν φιέναι, λλ πρς ρμους εθύνειν τ σκάφος, κα τοξότην κατ σκοπο βάλλειν, κα μν δ κα χαλκευτικόν τινα  τεκτονικν ντα το κατ τν τέχνην φίεσθαι τέλους, μς δ κα τν τοιούτων δημιουργν πολείπεσθαι, πρός γε τ συνορν δύνασθαι τ μέτερα; Ο γρ δ τν μν χειρωνακτν στί τι πέρας τς ργασίας, το δ νθρωπίνου βίου σκοπς οκ στι, πρς ν φορντα πάντα ποιεν κα λέγειν χρ τόν γε μ τος λόγοις παντάπασι προσεοικέναι μέλλοντα·  οτως ν εημεν τεχνς κατ τν πλοίων τ νερμάτιστα, οδενς μν νο π τν τς ψυχς οάκων καθεζομένου, εκ κατ τν βίον νω κα κάτω περιφερόμενοι. λλ᾿ σπερ ν τος γυμνικος γσιν, ε δ βούλει, τος μουσικς, κείνων εσ τν γώνων α μελέται νπερ ο στέφανοι, κα οδείς γε πάλην σκν  παγκράτιον ετα κιθαρίζειν  αλεν μελετ.
Οκουν  Πολυδάμας γε, λλ᾿ κενος πρ το γνος το λυμπιάσι τ ρματα στη τρέχοντα, κα δι τούτων τν σχν κράτυνε. Κα  γε Μίλων π τς ληλειμμένης σπίδος οκ ξωθετο, λλ᾿ ντεχεν θούμενος οχ ττον  ο νδριάντες ο τ μολύβδ συνδεδεμένοι. Κα παξαπλς α μελέται ατος παρασκευα τν θλων σαν. Ε δ τ Μαρσύου  τ λύμπου τν Φρυγν περιειργάζοντο κρούματα, καταλιπόντες τν κόνιν κα τ γυμνάσια, ταχύ γ᾿ ν στεφάνων  δόξης τυχον,  διέφυγον τ μ καταγέλαστοι εναι κατ τ σμα; λλ᾿ ο μέντοι οδ᾿  Τιμόθεος τν μελωδίαν φες ν τας παλαίστραις διγεν. Ο γρ ν τοσοτον πρξεν ατ διενεγκεν πάντων τ μουσικ γε τοσοτον περιν τς τέχνης στε κα θυμν γείρειν δι τς συντόνου κα αστηρς ρμονίας, κα μέντοι κα χαλν κα μαλάττειν πάλιν δι τς νειμένης, πότε βούλοιτο. Ταύτη τοι κα λεξάνδρ ποτ τ Φρύγιον παυλήσαντα ξαναστσαι ατν π τ πλα λέγεται μεταξ δειπνοντα, κα παναγαγεν πάλιν πρς τος συμπότας, τν ρμονίαν χαλάσαντα. Τοσαύτην σχν ν τε μουσικ κα τος γυμνικος γσι πρς τν το τέλους κτσιν  μελέτη παρέχεται.
πε δ στεφάνων κα θλητν μνήσθην, κενοι μυρία παθόντες π μυρίοις, κα πολλαχόθεν τν ώμην αυτος συναυξήσαντες, πολλ μν γυμναστικος νιδρώσαντες πόνοις, πολλς δ πληγς ν παιδοτρίβου λαβόντες, δίαιταν δ ο τν δίστην, λλ τν παρ τν γυμναστν αρούμενοι, κα τλλα, να μ διατρίβω λέγων, οτω διάγοντες ς τν πρ τς γωνίας βίον μελέτην εναι τς γωνίας, τηνικατα ποδύονται πρς τ στάδιον, κα πάντα πονοσι κα κινδυνεύουσιν, στε κοτίνου λαβεν στέφανον  σελίνου,  λλου τινς τν τοιούτων, κα νικντες ναρρηθναι παρ το κήρυκος. μν δέ, ος θλα το βίου πρόκειται οτω θαυμαστ πλήθει τε κα μεγέθει στε δύνατα εναι ηθναι λόγω, π᾿ μφω καθεύδουσι, κα κατ πολλν διαιτωμένοις δειαν, τ τέρ λαβεν τν χειρν πάρξει;
Πολλο μέντ᾿ ν ξιον ν  αθυμία τ βί, κα  γε Σαρδανάπαλος τ πρτα πάντων ες εδαιμονίαν φέρετο,  κα  Μαργίτης, ε βούλει, ν οτ᾿ ροτρα, οτε σκαπτρα, οτε λλο τι τν κατ τν βίον πιτηδείων εναι μηρος φησεν, ε δ μήρου τατα. λλ μ ληθς μλλον  το Πιττακο λόγος, ς χαλεπν φησεν σθλν μμεναι; Δι πολλν γρ δ τ ντι πόνων διεξελθοσι μόλις ν τν γαθν κείνων τυχεν μν περιγένοιτο, ν ν τος νω λόγοις οδν εναι παράδειγμα τν νθρωπίνων λέγομεν. Ο δ ον αθυμητέον μν, οδ τς ν βραχε αστώνης μεγάλας λπίδας νταλλακτέον, επερ μ μέλλοιμεν νείδη τε ξειν κα τιμωρίας φέξειν, ο τι παρ τος νθρώποις νθάδε καίτοι κα τοτο ο μικρν τ γε νον χοντι, λλ᾿ ν τος, ετε π γν, ετε κα που δ το παντς ντα τυγχάνει, δικαιωτηρίοις. ς τ μν κουσίως το προσήκοντος μαρτόντι κν συγγνώμη τις σως παρ το Θεο γένοιτο· τ δ ξεπίτηδες τ χείρω προελομέν οδεμία παραίτησις τ μ οχ πολλαπλασίω τν κόλασιν ποσχεν.
9
Τί ον ποιμεν; φαίη τις ν. Τί λλο γε  τς ψυχς πιμέλειαν χειν, πσαν σχολν π τν λλων γοντας; Ο δ ον τ σώματι δουλευτέον, τι μ πσα νάγκη· λλ τ ψυχ τ βέλτιστα ποριστέον, σπερ κ δεσμωτηρίου τς πρς τ το σώματος πάθη κοινωνίας ατν δι φιλοσοφίας λύοντας, μα δ κα τ σμα τν παθν κρεττον περγαζομένους, γαστρ μέν γε τ ναγκαα πηρετοντας, οχ τ διστα, ς ο γε τραπεζοποιούς τινας κα μαγείρους περινοοντες, κα πσαν διερευνώμενοι γν τε κα θάλασσαν, οόν τινι χαλεπ δεσπότ φόρους πάγοντες, λεεινο τς σχολίας, τν ν δου κολαζομένων οδν πάσχοντες νεκτότερον, τεχνς ες πρ ξαίνοντες, κα κοσκίνω φέροντες δωρ, κα ες τετρημένον ντλοντες πίθον, οδν πέρας τν πόνων χοντες. Κουρς δ κα μπεχόνας ξω τν ναγκαίων περιεργάζεσθαι,  δυστυχούντων στί, κατ τν Διογένους λόγον,  δικούντων. στε καλλωπιστν εναι κα νομάζεσθαι μοίως ασχρν γεσθαί φημι δεν τος τοιούτους ς τ ταιρεν  λλοτρίοις γάμοις πιβουλεύειν.
Τί γρ ν διαφέροι, τ γε νον χοντι, ξυστίδα ναβεβλσθαι,  τι τν φαύλων μάτιον φέρειν, ως ν μηδν νδέη το πρς χειμνά τε εναι κα θάλπος λεξητήριον; Κα τλλα δ τν ατν τρόπον μ περιττότερον τς χρείας κατεσκευάσθαι, μηδ περιέπειν τ σμα πλέον  ς μεινον τ ψυχ. Οχ ττον γρ νειδος νδρί, τ γε ς ληθς τς προσηγορίας ταύτης ξίω, καλλωπιστν κα φιλοσώματον εναι,  πρς λλο τι τν παθν γεννς διακεσθαι. Τ γρ τν πσαν σπουδν εσφέρεσθαι πως ς κάλλιστα ατ τ σμα ξοι ο διαγινώσκοντός στιν αυτόν, οδ συνιέντος το σοφο παραγγέλματος, τι ο τ ρώμενόν στιν  νθρωπος, λλά τινος δε περιττοτέρας σοφίας, δι᾿ ς καστος μν στις ποτέ στιν αυτν πιγνώσεται.
Τοτο δ μ καθηραμένοις τν νον δυνατώτερον  λημντι πρς τν λιον ναβλέψαι. Κάθαρσις δ ψυχς, ς θρόως τε επεν κα μν κανς, τς δι τν ασθήσεων δονς τιμάζειν· μ φθαλμος στιν τας τόποις τν θαυματοποιν πιδείξεσιν,  σωμάτων θέαις δονς κέντρον ναφιέντων, μ δι τν των διεφθαρμένην μελδίαν τν ψυχν καταχεν. νελευθερίας γρ δ κα ταπεινότητος κγονα πάθη κ το τοιοδε τς μουσικς εδους γγίνεσθαι πέφυκεν. λλ τν τέραν μεταδιωκτέον μν, τν μείνω τε κα ες μεινον φέρουσαν,  κα Δαβδ χρώμενος,  ποιητς τν ερν σμάτων, κ τς μανίας, ς φασι, τν βασιλέα καθίστη. Λέγεται δ κα Πυθαγόραν, κωμαστας περιτυχόντα μεθύουσι, κελεσαι τν αλητν τν το κώμου κατάρχοντα, μεταβαλόντα τν ρμονίαν, παυλσαί σφισι τ Δώριον· τος δ οτως ναφρονσαι π το μέλους στε τος στεφάνους ίψαντας, ασχυνομένους πανελθεν. τεροι δ πρς αλν κορυβαντισι κα κβακχεύονται. Τοσοτόν στι τ διάφορον γιος  μοχθηρς μελωδίας ναπλησθναι. στε τς νν δ κρατούσης ταύτης ττον μν μεθεκτέον  οτινοσον τν προδήλως ασχίστων. τμούς γε μν παντοδαπος δονν σφρήσει φέροντας τ έρι καταμιγνύναι,  μύροις αυτος ναχρώννυσθαι, κα παγορεύειν ασχύνομαι. Τί δ᾿ ν τις εποι περ το μ χρναι τς ν φ κα γεύσει διώκειν δονάς,  τι καταναγκάζουσιν αται τος περ τν αυτν θήραν σχολακότας, σπερ τ θρέμματα, πρς τν γαστέρα κα τ π᾿ ατν συννενευκότας ζν;
ν δ λόγ, παντς περοπτέον το σώματος τ μ ς ν βορβόρ τας δονας ατο κατορωρύχθαι μέλλοντι,  τοσοτον νθεκτέον ατο σον, φησ Πλάτων, πη ρεσίαν φιλοσοφία κτωμένους, οικότα που λέγων τ Παύλς παραινε μηδεμίαν χρναι το σώματος πρόνοιαν χειν ες πιθυμιν φορμήν.  τί διαφέρουσιν ο το μν σώματος, ς ν κάλλιστα χοι, φροντίζουσι, τν δ χρησομένην ατ ψυχν ς οδενς ξίαν περιορσι, τν περ τ ργανα σπουδαζόντων, τς δ δι᾿ ατν νεργούσης τέχνης καταμελούντων; Πν μν ον τοναντίον κολάζειν ατ κα κατέχειν, σπερ θηρίου τς ρμάς, προσκε κα τος π᾿ ατο θορύβους γγινομένους τ ψυχ οονε μάστιγι τ λογισμ καθικνουμένους κοιμίζειν, λλ μ πάντα χαλινν δονς νέντας περιορν τν νον σπερ νίοχον π δυσηνίων ππων βρει φερομένων παρασυρόμενον γεσθαι· κα το Πυθαγόρου μεμνσθαι, ς τν συνόντων τιν καταμαθν γυμνασίοις τε κα σιτίοις αυτν ε μάλα κατασαρκοντα· «Οτος, φη, ο παύση χαλεπώτερον σεαυτ κατασκευάζων τ δεσμωτήριον;» Δι δ κα Πλάτωνά φασι, τν κ σώματος βλάβην προειδόμενον, τ νοσδες χωρίον τς ττικς τν καδημίαν καταλαβεν ξεπίτηδες, να τν γαν επάθειαν το σώματος, οον μπέλου τν ες τ περιττ φοράν, περικόπτοι. γ δ κα σφαλερν εναι τν π᾿ κρον εεξίαν ατρν κουσα.
τε τοίνυν  γαν ατη το σώματος πιμέλεια ατ τε λυσιτελς τ σώματι, κα πρς τν ψυχν μπόδιόν στι, τό γε ποπεπτωκέναι τούτ κα θεραπεύειν μανία σαφής. λλ μν ε τούτου γε περορν μελετήσαιμεν, σχολ γ᾿ ν λλο τι τν νθρωπίνων θαυμάσαιμεν. Τί γρ τι χρησόμεθα πλούτω, τς δι το σώματος δονς τιμάζοντες; γ μν οχ ρ, πλν ε μή, κατ τος ν τος μύθοις δράκοντας, δονήν τινα φέροι θησαυρος κατορωρυγμένοις παγρυπνεν.  γε μν λευθερίως πρς τ τοιατα διακεσθαι πεπαιδευμένος πολλο ν δέοι ταπεινόν τι κα ασχρν ργ  λόγ ποτ προελέσθαι. Τ γρ τς χρείας περιττότερον, κν Λύδιον  ψγμα, κν τν μυρμήκων ργον τν χρυσοφόρων, τοσούτ πλέον τιμάσει σωπερ ν ττον προσδέηται· ατν δ δήπου τν χρείαν τος τς φύσεως ναγκαίοις, λλ᾿ ο τας δονας ριεται. ς ο γε τν ναγκαίων ρων ξω γενόμενοι, παραπλησίως τος κατ το πρανος φερομένοις, πρς οδν στάσιμον χοντες ποβναι, οδαμο τς ες τ πρόσω φορς στανται· λλ᾿ σωπερ ν πλείω προσπεριβάλωνται, το σου δέονται  κα πλείονος πρς τν τς πιθυμίας κπλήρωσιν, κατ τν ξηκεστίδου Σόλωνα, ς φησι·
Πλούτου δ᾿ οδν τέρμα πεφασμένον νδράσι κεται.
Τ δ Θεόγνιδι πρς τατα διδασκάλ χρηστέον λέγοντι·
Οκ ραμαι πλουτεν, οτ᾿ εχομαι, λλά μοι εη ζν π τν λίγων, μηδν χοντι κακόν.
γ δ κα Διογένους γαμαι τν πάντων μο τν νθρωπίνων περοψίαν, ς γε κα βασιλέως το μεγάλου αυτν πέφηνε πλουσιώτερον, τ λαττόνων  κενος κατ τν βίον προσδεσθαι. μν δ ρα ε μ τ Πυθίου το Μυσο προσείη τάλαντα, κα πλέθρα γς τόσα κα τόσα, κα βοσκημάτων σμο πλείους  ριθμσαι, οδν ξαρκέσει; λλ᾿, ομαι, προσήκει πόντα τε μ ποθεν τν πλοτον, κα παρόντος μ τ κεκτσθαι μλλον φρονεν  τ εδέναι ατν ε διατίθεσθαι. Τ γρ το Σωκράτους ε χει· ς μέγα φρονοντος πλουσίου νδρς π τος χρήμασιν, ο πρότερον ατν θαυμάσειν φη πρν ν κα τι κεχρσθαι τούτοις πίσταται πειραθναι.  Φειδίας μν κα Πολύκλειτος, ε τ χρυσί μέγα φρόνουν κα τ λέφαντι ν  μν λείοις τν Δία,  δ τν ραν ργείοις ποιησάτην, καταγελάστω ν στην λλοτρί πλούτ καλλωπιζόμενοι, φέντες τν τέχνην, φ᾿ ς κα  χρυσς δίων κα τιμιώτερος πεδείχθη· μες δέ, τν νθρωπείαν ρετν οκ ξαρκεν αυτ πρς κόσμον πολαμβάνοντες, λάττονος ασχύνης ξια ποιεν οόμεθα;
λλ δτα πλούτου μν περοψόμεθα, κα τς δι τν ασθήσεων δονς τιμάσομεν, κολακείας δ κα θωπείας διωξόμεθα, κα τς ρχιλόχου λώπεκος τ κερδαλέον τε κα ποικίλον ζηλώσομεν; λλ᾿ οκ στιν  μλλον φευκτέον τ σωφρονοντι το πρς δόξαν ζν, κα τ τος πολλος δοκοντα περισκοπεν, κα μ τν ρθν λόγον γεμόνα ποιεσθαι το βίου, στε, κν πσιν νθρώποις ντιλέγειν, κν δοξεν κα κινδυνεύειν πρ το καλο δέη, μηδν αρεσθαι τν ρθς γνωσμένων παρακινεν.  τν μ οτως χοντα τί το Αγυπτίου σοφιστο φήσομεν πολείπειν, ς φυτν γίγνετο κα θηρίον, πότε βούλοιτο, κα πρ κα δωρ κα πάντα χρήματα; επερ δ κα ατς νν μν τ δίκαιον παινέσεται παρ τος τοτο τιμσι, νν δ τος ναντίους φήσει λόγους, ταν τν δικίαν εδοκιμοσαν ασθηται, περ δίκης στ κολάκων. Κα σπερ φασ τν πολύποδα τν χρόαν πρς τν ποκειμένην γν, οτως ατς τν διάνοιαν πρς τς τν συνόντων γνώμας μεταβαλεται.
10
λλ τατα μέν που κν τος μετέροις λόγοις τελειότερον μαθησόμεθα· σον δ σκιαγραφίαν τιν τς ρετς, τό γε νν εναι, κ τν ξωθεν παιδευμάτων περιγραψώμεθα. Τος γρ πιμελς ξ κάστου τν φέ λειαν θροίζουσιν, σπερ τος μεγάλοις τν ποταμν, πολλα γίνεσθαι πολλαχόθεν α προσθκαι πεφύκασι. Τ γρ κα σμικρν π σμικρ κατατίθεσθαι, ο μλλον ες ργυρίου προσθήκην  κα ες ντιναον πιστήμην, ρθς χειν γεσθαι τ ποιητ προσκεν.  μν ον Βίας τ υε, πρς Αγυπτίους παίροντι, κα πυνθανομέν τί ν ποιν ατ μάλιστα κεχαρισμένα πράττοι· «φόδιον, φη, πρς γρας κτησάμενος», τν ρετν δ τ φόδιον λέγων, μικρος ροις ατν περιγράφων, ς γε νθρωπίν βί τν π᾿ ατς φέλειαν ρίζετο. γ δ κν τ Τιθωνο τις γρας, κν τ ργανθωνίου λέγη, κν τ το μακροβιωτάτου παρ᾿ μν Μαθουσάλα, ς χίλια τη τριάκοντα δεόντων βιναι λέγεται, κν σύμπαντα τν φ᾿ ο γεγόνασιν νθρωποι χρόνον ναμετρς π παίδων διανοίας γελάσομαι, ες τν μακρν ποσκοπν κα γήρω αἰῶνα, ο πέρας οδν στι τ πινοί λαβεν, ο μλλόν γε  τελευτν ποθέσθαι τς θανάτου ψυχς.

Πρς νπερ κτσθαι παραινέσαιμ᾿ ν τ φόδια, πάντα λίθον, κατ τν παροιμίαν, κινοντας, θεν ν μέλλη τις μν π᾿ ατν φέλεια γενήσεσθαι. Μηδ᾿ τι χαλεπ τατα κα πόνου δεόμενα, δι τοτ᾿ ποκνήσωμεν· λλ᾿ ναμνησθέντας το παραινέσαντος, τι δέοι βίον μν ριστον ατν καστον προαιρεσθαι, δν δ προσδοκν τ συνηθεί γενήσεσθαι, γχειρεν τος βελτίστοις. Ασχρν γρ τν παρόντα καιρν προεμένους στερόν ποτ᾿ νακαλεσθαι τ παρελθόν, τε οδν σται πλέον νιωμένοις. γ μν ον  κράτιστα εναι κρίνω, τ μν νν ερηκα, τ δ παρ πάντα τν βίον μν συμβουλεύσω· μες δέ, τριν ρρωστημάτων, μ τ νιάτ προσεοικέναι δόξητε, μηδ τν τς γνώμης νόσον παραπλησίαν τ τν ες τ σώματα δυστυχησάντων δείξητε. Ο μν γρ τ μικρ τν παθν κάμνοντες, ατο παρ τος ατρος ρχονται· ο δ π μειζόνων καταληφθέντες ρρωστημάτων, φ᾿ αυτος καλοσι τος θεραπεύσοντας· ο δ ες νήκεστον παντελς μελαγχολίας παρενεχθέντες, οδ προσιόντας προσίενται.  μ πάθητε νν μες τος ρθς χοντας τν λογισμν ποφεύγοντες._