ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου (ευαγγελική περικοπή)
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: ιη’ 10 – 14
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην: άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν
προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς
εαυτόν ταύτα προσηύχετο: ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των
ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης. Νηστεύω δίς του
σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν
ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού
λέγων: ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν: κατέβη ούτος δεδικαιωμένος
εις τον οίκον αυτού ή γάρ εκείνος, ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ
ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.
Απόδοση
Είπεν ο Ιησούς αυτή την παραβολή: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να
προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε
επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: ‘‘Θεέ μου, σ’
ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός,
ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω το
ένα δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου’’. Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω
και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος
του και έλεγε: ‘‘Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό’’. Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε
για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι• γιατί
όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνεί θα υψωθεί».