Μια βαθιά πνευματική προσωπικότητα, που αυγάζει στο
στερέωμα της εν ουρανοίς θριαµβεύουσας Εκκλησίας και κοσμεί τη χορεία των αγίων
της Ορθοδοξίας, είναι ο Αββάς Κασσιανός.
Γεννήθηκε πιθανόν γύρω στο 360 µ.Χ. και δύο χώρες διεκδικούν βάσιμα το
δικαίωμα του να είναι γενέτειρές του, η Μικρή Σκυθία, κατά τους περισσοτέρους
μελετητές, ή η Νότια Γαλατία (Προβηγκία). Του αποδίδεται και το όνομα Ιωάννης,
που μάλλον ήταν το βαπτιστικό ή το μοναχικό του όνομα, και Κασσιανός πρέπει να
ήταν μάλλον το προσωνύμιό του. Όπως ο ίδιος µας πληροφορεί «από
την τρυφερή ηλικία διδάχθηκε να παίρνει μεγάλες αποφάσεις» και «από
την παιδική ηλικία έζησε μεταξύ των μοναχών». Κατά την πρώιμη
νεανική ηλικία ο Άγιος Κασσιανός μαζί με τον αδελφικό του φίλο Γερμανό
αποφάσισαν να ακολουθήσουν την μοναχική ζωή και εγκαταστάθηκαν σε κάποια Μονή
της Βηθλεέμ, κατά πάσα πιθανότητα στο ονομαστό για την πνευματικότητά του Κοινόβιο
του Αγίου Ιερωνύμου, κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, «όπου»,
όπως γράφει ο ίδιος, «ο Κύριός µας συγκατέβη να γεννηθεί από
την Παρθένο». Στην πνευματική αυτή εστία βρήκαν τις απαιτούμενες
προϋποθέσεις που θα ευόδωναν τον ιερό σκοπό της ζωής τους. Από εκεί ήρθαν σε
επαφή με τον ακμάζοντα μοναχισμό της Παλαιστίνης, της Συρίας και της
Μεσοποταμίας, τον οποίο είχε κατά κύριο λόγο υπόψη του ο Άγιος, όταν συνέτασσε
τους «Κοινοβιακούς Κανονισμούς».
Ύστερα από μερικά χρόνια Κασσιανός και Γερμανός εξέφρασαν την επιθυμία στους
προεστώτες του Κοινοβίου τους να επισκεφθούν τους αναχωρητές της
Αιγύπτου, για να αποκομίσουν από τη γνωριμία αυτή πνευματική
βοήθεια. Το αίτημά τους έγινε δεκτό με την προϋπόθεση να επιστρέψουν και πάλι
στη Μονή της μετανοίας τους. Όταν έφθασαν στην Αίγυπτο συνάντησαν τον Επίσκοπο
της Πανεφώ (Πανέφυσις) Αρχίβιο, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε το σκοπό της
επισκέψεώς τους, τους συμβούλευσε, πριν προχωρήσουν στις μεγάλες ερήμους της
ενδοχώρας, να επισκεφθούν πρώτα τους αναχωρητές που ζούσαν στα περίχωρα της
Πανεφώ, πάνω σε κάποια ξερονήσια. Δέχτηκαν με χαρά την πρότασή του και με τη
δική του καθοδήγηση ξεκίνησαν, διασχίζοντας μονότονους βαλτότοπους, να
συναντήσουν τους ασκητές.
Η περιοδεία τους συνεχίστηκε σε πολλές σκήτες, μοναστήρια και ερημητήρια,
όπου κάθε άγιος γέροντας είχε να τους προσφέρει πλούσια πνευματική τροφοδοσία.
Οι συζητήσεις και η έντονη ασκητική ζωή των πατέρων που συνάντησαν, τους
οδήγησαν πολλές φορές στον πειρασμό να επιθυμήσουν να παραμείνουν εκεί μαζί
τους και να μην επιστρέψουν στη Μονή της μετανοίας τους, όπως είχαν υποσχεθεί.
Οι συμβουλές όμως των πατέρων που συνάντησαν τους στήριξαν στην υπακοή και στην
τήρηση της εντολής που είχαν λάβει.
Έτσι επέστρεψαν στη Βηθλεέμ, στη Μονή τους, και εκεί
επιβραβεύτηκε η υπακοή τους. Ύστερα από λίγο πήραν και πάλι ευλογία να
επισκεφθούν για δεύτερη φορά την Αίγυπτο, αλλά αυτή τη φορά τους
αναχωρητές στα βάθη της ερήμου. Εκεί στην έρημο της Σκήτης,
στην κοιλάδα της Νιτρίας, ο Όσιος Αµµούν, σύγχρονος και φίλος του Μεγάλου
Αντωνίου, είχε οργανώσει τη μοναχική πολιτεία κατά τον 4ο αι. µ.Χ. και «ἐπόλησεν αὐτήν τήν περιοχήν τῆς κάτω Αἰγύπτου, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τήν Θnβαΐδα», κατά τον Παλλάδιο. Συνάντησαν εκεί μεγάλους
ασκητές, όπως τον Αββά Μωυσή, τον Αββά Παφνούτιο, τον Αββά Σεραπίωνα, τον Αββά
Ισαάκ, με τους οποίους συνομίλησαν για ένα πλήθος πνευματικών θεμάτων της
χριστιανικής ζωής.
Θεολογικές αναταραχές που προκλήθηκαν εξ αφορμής της αιρέσεως του
ανθρωποµορφισµού, ανάγκασαν τους δύο μοναχούς να φύγουν από την Αίγυπτο και να
πάνε στην Κωνσταντινούπολη, στης οποίας τον Πατριαρχικό
θρόνο ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο Άγιος πήρε υπό την προστασία του τους νεαρούς μοναχούς, ενώ εκείνοι
σαγηνεύτηκαν από το μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Ο Κασσιανός του αφοσιώθηκε
με σεβασμό και υιική τρυφερότητα και μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να
λέει ότι στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο όφειλε όλες τις γνώσεις του για την
πνευματική ζωή, τον αποκαλεί δε «μάρτυρα» και «πατέρα» του.
Οι δύο μοναχοί, ως συνεργάτες πλέον του Πατριάρχου, υπέστησαν τις
συνέπειες του διατάγματος του Αρκαδίου του 404 µ.Χ., σύμφωνα με το οποίο έπρεπε
να εγκαταλείψουν τη χώρα όλοι οι υποστηρικτές του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου. Ο Άγιος, πριν τον αποχωρισμό τους, τους τίμησε με την εμπιστοσύνη
του επιφορτίζοντάς τους να μεταβούν στη Ρώμη και να επιδώσουν στον Πάπα
Ιννοκέντιο Α’ μια επιστολή του κλήρου και του λαού, που περιείχε αίτηση για
συμπαράσταση προς τον διωκόμενο Πατριάρχη και πλήρες ιστορικό των διώξεων που
υπέστη ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Κασσιανός και ο Γερμανός έφθασαν στη Ρώμη,
παρέδωσαν την επιστολή και παρέμειναν στη Ρώμη, ο μεν Κασσιανός για δέκα
χρόνια, ενώ ο Γερμανός μέχρι το τέλος της ζωής του, διακονώντας τις ανάγκες της
Εκκλησίας. Εκεί, το 430 µ.Χ., ύστερα από παράκληση του αρχιδιακόνου Λέοντος και
στενού του φίλου, ο Άγιος Κασσιανός συνέγραψε το έργο «Περί
Ενσαρκώσεως και κατά του Νεστορίου». Εκεί, στη Ρώμη, ο Άγιος χειροτονήθηκε
ιερέας.
Ο κυριότερος βιογράφος του Αγίου, ο Γεννάδιος, μας πληροφορεί ότι περί το 415
µ.Χ., ο Κασσιανός βρίσκεται στη Μασσαλία, όπου
εγκαταστάθηκε μόνιμα. Και «μέσα σ’ αυτά τα πυκνά δάση, απ’ όπου
έκαναν προμήθειες τα πλοία των Φοινίκων, όσα την εποχή του Καίσαρα έφθαναν
μέχρι τις ακτές της Μασσαλίας», ο Αββάς Κασσιανός ίδρυσε
δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, στην περιοχή που
επί Διοκλητιανού, μαρτύρησε ο Άγιος Βίκτωρ. Γι’ αυτό το ανδρικό Μοναστήρι το
αφιέρωσε στον Άγιο Βίκτωρα, ενώ το γυναικείο στο Σωτήρα Χριστό. Ο Άγιος
ουσιαστικά υπήρξε ο πρωτεργάτης και οργανωτής των Κοινοβίων
της Δύσεως, με βάση τα «όσα είχε πάρει από τον μοναχισμό της
Ανατολής».
Η μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε το έργο του Αγίου Κασσιανού φαίνεται από
τον τεράστιο αριθμό χειρογράφων των «Κοινοβιακών Κανονισμών» και
των «Συνομιλιών
με τους πατέρες της ερήμου», που υπάρχουν στις Βιβλιοθήκες της
Ευρώπης.
Ο Άγιος Κασσιανός υπήρξε πολυγραφότατος και, εκτός
από τη θεωρητική κατοχύρωση του μοναχισμού που προσέφεραν κάποια από τα έργα
του στην Δύση — όπου το περιβάλλον ήταν καχύποπτο προς την μοναχική ζωή — η διδασκαλία
του, που εκφράζεται μέσα στο συγγραφικό του έργο, έχει βαθύ παιδαγωγικό και
διδακτικό χαρακτήρα πάνω σε σοβαρά θεολογικά ζητήματα, αλλά και σε καθημερινούς
προβληματισμούς που αφορούν στην πνευματική ζωή του Ορθοδόξου Χριστιανού. Είναι
δε τόσο διαχρονική η σκέψη του, που αισθάνεται ο αναγνώστης ότι ο Άγιος έχει
διατυπώσει ερωτήματα και προβλήματα της δικής µας συγχυτικής εποχής, για τα
οποία ο ίδιος και οι Άγιοι Ασκητές-συνομιλητές του δίνουν απαντήσεις εξαιρετικά
πρακτικές, κατανοητές και επίκαιρες.
Ενδεικτική συνομιλία αποτελεί αυτή με τον Αββά Θεόδωρο, στην οποία ο Άγιος
ασκητής ομιλεί «Για την υπεροχή του τελείου ανθρώπου, που μεταφορικά
ονομάζεται αµφοτεροδέξιος». Μεταξύ άλλων λέει ο Αββάς Θεόδωρος: «Οι
τέλειοι είναι εκείνοι που n Αγία Γραφή τους ονομάζει αµφοτεροδέξιους. Έτσι µας
περιγράφεται στο βιβλίο των Κριτών πως ήταν ο ξακουστός Αώδ, «ο οποίος μπορούσε
να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι τόσο καλά, όσο και το δεξιό» (Κρπ. 3, 15).
Έτσι θα αξιωθούμε κι εμείς να γίνουμε και να
λεγόμαστε αµφοτεροδέξιοι — με την πνευματική έννοια του όρου — αν κάνουμε καλή
χρήση της ευημερίας, την οποία ονομάζουμε συμβολικά “δεξί χέρι”, και της
θλίψης, την οποία παριστάνουμε ως “αριστερό χέρι”. Αν, με άλλα λόγια,
θεωρήσουμε τα πάντα, ό,τι κι αν µας συμβαίνει, πως είναι καλά, θετικά και
χρήσιμα. Να µας γίνεται καθετί, όπως λέει ο Απόστολος, «ὅπλο δικαιοσύνης» (Β’ Κορ. 6, 7). Ο εσωτερικός µας άνθρωπος,
πράγματι, το βλέπουμε ξεκάθαρα, αποτελείται από δύο ουσιώδη μέρη. Ο “έσω
άνθρωπος” έχει δύο χέρια. Δεν υπάρχει δίκαιος που να μην έχει στη ζωή του
θλίψεις, να μην έχει δηλαδή αριστερό χέρι. Αλλά n τέλεια αρετή αναγνωρίζεται
από το εξής σημάδι: Και το ένα και το άλλο χέρι, χαρές και θλίψεις, λειτουργούν
σαν το δεξιό, με τη θετική τους, δηλαδή, μορφή και ενέργεια. Γιατί, όταν φθάσει
καθείς σ’ αυτό το ύψος αρετής, τότε ξέρει πλέον να κάνει ορθή χρήση και των δύο
καταστάσεων, και την ευχάριστων και των θλιβερών…» (Αββάς Κασσιανός, τόμος Α’ εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ,
Καρέας 2004).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είδε στο πρόσωπο, στη βιοτή και στο συγγραφικό έργο
του Αγίου Αββά Κασσιανού τον φορέα και ταµιούχο του Ορθοδόξου μοναχικού
φρονήματος, καθώς και τον ερμηνευτή των δογμάτων της πίστεως, ο οποίος «λόγῳ καί ἔργῳ» έγινε οδοδείκτης της
οδού της Βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 29
Φεβρουαρίου.
Ο καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Φ.
Δημητρακόπουλος, στο έργο του: «Σελίδες για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο
στην παλιά πόλη της Λευκωσίας», (Ακτή, 1997) αναφέρει ότι στη
μαρτυρική Κύπρο πολλοί ναοί είναι καθιερωμένοι στο όνομά του και πανηγυρίζουν
την ήμερα της μνήμης του. Αντίθετα η Δυτική Εκκλησία δεν τον κατέταξε στο
επίσημο Αγιολόγιό της και δεν τον τιμά, εκτός της περιοχής της Μασσαλίας. Όταν
οι Δυτικοί θεολόγοι αναφέρονται στο πρόσωπό του, τον αποκαλούν «Ιερό» και
θεωρούν ότι ο Άγιος Κασσιανός «έχασε αυτή τη θέση (του Αγίου) και την
οικουμενική αξιοπρέπειά του (!), όπως και κάποιοι άλλοι που προέρχονταν επίσης
από την Ανατολή» (Dr. Newman: «Historical sketches», 3, 307).
Ένας ακόμη λόγος της περιθωριοποίησης του Αγίου Κασσιανού από τη Δυτική
Εκκλησία είναι ότι υπήρξε ο κύριος αντίπαλος της θεωρίας του απόλυτου
προορισμού του Ι. Αυγουστίνου, την οποία ενστερνίστηκε η δυτική θεολογία.
Οι εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» της ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα, με
την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού
κ.κ. Δανιήλ, εξέδωσαν τον Νοέμβριο του 2004 τον Α’ τόμο των «Συνομιλιών
με τους Πατέρες της Ερήμου», του Αββά Κασσιανού, ο οποίος
περιλαμβάνει εκτενώς σε μορφή ερωταποκρίσεων με θεματικά κεφάλαια όλες τις
συνομιλίες με τους Αγίους Γέροντες της Αιγυπτιακής ερήμου του 4ου αιώνα, τους
οποίους συνάντησε ο Άγιος Κασσιανός με τον πνευματικό του αδελφό Γερμανό, με
σκοπό την πνευματική τους τροφοδοσία. Οι συνομιλίες αυτές αποδίδονται στην
παραπάνω αναφερόμενη έκδοση στην νεοελληνική και αποτελούν αντικειμενικά ένα
ανάγνωσμα της «δεσποτικής τοῦ Κυρίου νομοθεσίας καί τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας ἀνάπτυξίς τε καί ἐξάπλωσις», κατά τον χαρακτηρισμό που αποδίδει ο Μέγας Φώτιος στην «Μυριόβιβλό» του στο έργο του Αγίου
Κασσιανού.