Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Συγγενεύουμε καθόλου με τον Χριστό;



«Για να 'χουμε τη χάρη του Θεού – έλεγε ο όσιος Γέροντας Παΐσιος – πρέπει να συγγενέψουμε λίγο με τον Χριστό». Που θα πει: τα γνωρίσματα του Χριστού πρέπει να αγωνιζόμαστε (με τη χάρη πια του αγίου βαπτίσματος με την οποία γίναμε μέλη Του) να γίνουν γνωρίσματα και δικά μας. Ποιο το κύριο γνώρισμα του Κυρίου; Ασφαλώς η απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού Πατέρα Του, όπως μας το λέει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος (Φιλ. 2, 7-10): Ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, «ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου κι έγινε άνθρωπος· και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού). Η υπακοή του Χριστού στον Θεό Πατέρα φανέρωνε την απόλυτη ταπείνωσή Του, γι’ αυτό και όπου δεν υπάρχει σε άνθρωπο και μάλιστα χριστιανό ταπείνωση, εκεί δεν υπάρχει Χριστός και Θεός και το μόνο που υπάρχει σε περίσσια είναι η δαιμονική υπερηφάνεια.
Έκτοτε το κύριο γνώρισμα του κάθε αγίου ήταν και είναι η δηλωτική της υπακοής ταπείνωση, η οποία συνιστά και το μοναδικό βάθρο πάνω στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί και η «καθ’ ὑπερβολήν ὁδός» της αγάπης – ό,τι φανερώνει και την εγκατοίκηση πια του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο. Κατεξοχήν την ταπεινή υπακοή και αγάπη βλέπουμε στην ανώτερη από όλα τα κτιστά όντα, την Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία πράγματι συνιστά το ανθρώπινο όριο, πάνω στο οποίο μετριέται η όποια εν ελευθερία υπακοή στο θέλημα του Θεού. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» αποτελεί το αδιάκοπο όραμα κάθε πιστού προκειμένου να βαδίσει τον δρόμο της αγιότητας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι την υπακοή της Παναγίας πρόβαλλαν και προβάλλουν πολλοί άγιοι για να διαπιστώνουν αν όντως κάτι είναι εκ Θεού ή όχι. Θυμόμαστε αίφνης τον άγιο Σιλουανό του Άθω, όπως μας περιγράφει ένα περιστατικό της ζωής του ο μεγάλος Γέροντας (άγιος κι αυτός πια) μαθητής του Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο οποίος συνάντησε κάποια στιγμή στο μοναστήρι του στο Άγιον Όρος, την Ιερά Μονή Παντελεήμονος, έναν συνασκητή του. Ο ασκητής αυτός με ένα είδος καύχησης, όπως διέκρινε ο όσιος, του ανέφερε ότι του εμφανίστηκε η ίδια η Παναγία. Κι ο άγιος Σιλουανός με πλήρη επίγνωση αρνήθηκε να αποδεχθεί το «όραμα» του καλογέρου, με το συντριπτικό επιχείρημα: «Είναι αδύνατο να εμφανίστηκε σε σένα η Παναγία μας. Γιατί Εκείνη ήταν τέκνο υπακοής, ενώ εσύ δουλεύεις πάνω στο δικό σου θέλημα». Για τον όσιο δηλαδή κριτήριο της ορθής πνευματικής πορείας και ιδίως ενός «οράματος» ήταν ακριβώς η αγία υπακοή και ταπείνωση. Πορεύεται επομένως κάποιος με βάση τις δικές του επιλογές, κάνοντας πέρα την υπακοή; Δεν είναι του Χριστού άνθρωπος, έστω κι αν διατείνεται χίλιες φορές ότι ανήκει και πάσχει για Εκείνον.
Την αλήθεια αυτή από την οποία κρίνεται το πνευματικό και αιώνιο συμφέρον μας πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου. Ιδίως τις κρίσιμες αυτές ώρες που διερχόμαστε, κατά τις οποίες δοκιμάζεται η παγκόσμια κοινότητα, αλλά δοκιμάζεται και η δική μας ποιότητα πίστεως, πρέπει να λειτουργούμε όχι αυτονομημένα, όχι με το σκεπτικό του «έτσι μ’ αρέσει» ή «έτσι κατανοώ εγώ την πίστη» ή «έτσι εγώ ερμηνεύω τους αγίους» ή ακόμη χειρότερα «οι ιεράρχες και οι παπάδες είναι “χλιαροί και ξεπουλημένοι” πλην ολίγων που συμφωνούν με εμένα»· αλλά (να πορευόμαστε) όπως μας προτρέπει συντεταγμένα η Εκκλησία μας διά στόματος της Ιεράς Συνόδου. Εκεί, στην υπακοή αυτή, έστω κι αν διαφωνούμε (γιατί άραγε; Γιατί είμαστε «καλύτεροι και ανώτεροι;») κρίνεται η γνήσια ή όχι εκκλησιαστικότητά μας, που θα πει η χριστιανικότητά μας.  Μάλλον στην ώρα της κρίσεως - κι είναι ευλογία τούτο - ανοίγονται τα μάτια μας για να δούμε κατάματα τον αληθινό εαυτό μας: τον χαρισματικό ταπεινό εαυτό μας ή τον υπερήφανο εγωιστικό εαυτό μας.