Συναξάρι Πεντηκοσταρίου
Την αγία και μεγάλη Κυριακή του Πάσχα εορτάζουμε τη ζωηφόρο Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού
Την παρούσα εορτή την ονομάζουμε Πάσχα, το οποίο στα εβραϊκά σημαίνει διάβαση· διότι αυτή είναι η μέρα –η Κυριακή– κατά την οποία ο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον κόσμο από το μηδέν· κατά την ημέρα αυτή και τον ισραηλιτικό λαό τον άρπαξε από τα χέρια του Φαραώ διαπερνώντας τον από την Ερυθρά Θάλασσα· σ’ αυτή πάλι κατέβηκε από τον ουρανό και κατοίκησε στη μήτρα της Παρθένου· και τώρα όλο το ανθρώπινο γένος το άρπαξε από τους πυθμένες του Άδη και το ανέβασε στους ουρανούς και το έφερε στο αρχαίο αξίωμα της αφθαρσίας.
Ωστόσο, όταν ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη, δεν τους ανέστησε όλους, αλλά μόνο όσους πίστεψαν σ’ αυτόν. Τις ψυχές όμως των Αγίων όλων των αιώνων, τις οποίες ο Άδης βίαια κρατούσε, τις ελευθέρωσε, και χάρισε σε όλους την ανάβαση στους ουρανούς.
Γι’ αυτό πλημμυρισμένοι από χαρά εορτάζουμε με λαμπρότητα την Ανάσταση, εικονίζοντας τη χαρά που έλαβε πλούσια η φύση μας χάρη στην ευσπλαχνία του Θεού. Επίσης, δείχνοντας την κατάλυση της έχθρας και την ένωση με τον Θεό και τους αγγέλους, κάνουμε και τον συνήθη ασπασμό.
Η δε Ανάσταση του Κυρίου έγινε ως εξής. Καθώς οι στρατιώτες φύλαγαν τον τάφο, κατά τα μεσάνυχτα έγινε μεγάλος σεισμός, διότι κατέβηκε άγγελος και αποκύλισε τον λίθο από τη θύρα του μνημείου. Όταν το είδαν οι φύλακες έφυγαν, και έτσι μπόρεσαν να έρθουν οι γυναίκες «οψέ Σαββάτου» (Ματθ. 28:1), δηλαδή στη μέση περίπου της νύχτας του Σαββάτου.
Η πρώτη που είδε τον αναστημένο Χριστό ήταν η Μητέρα του Θεού που καθόταν απέναντι από τον τάφο, όπως λέει ο Ματθαίος (27:61), μαζί με τη Μαγδαληνή. Αλλά για να μην αμφισβητηθεί η Ανάσταση από τη στενή συγγενική σχέση της Μητέρας, γι’ αυτό οι ευαγγελιστές λένε ότι πρώτα εμφανίστηκε στη Μαγδαληνή Μαρία. Αυτή είδε και τον άγγελο στον λίθο, και επίσης σκύβοντας είδε και τους αγγέλους που ήταν μέσα στον τάφο, οι οποίοι και ανήγγειλαν την ανάσταση του Κυρίου λέγοντας: «Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ· να ο τόπος όπου τον είχαν βάλει».
Όταν τ’ άκουσε αυτά η Μαρία η Μαγδαληνή, έτρεξε και πήγε στους φλογερούς μαθητές Πέτρο και Ιωάννη και είπε σ’ αυτούς τη χαρμόσυνη είδηση της Ανάστασης. Και καθώς επέστρεφε μαζί με την άλλη Μαρία, τις συνάντησε ο Χριστός λέγοντας «Χαίρετε»· διότι έπρεπε το φύλο που πρώτο άκουσε «Με λύπες θα γεννήσεις τα παιδιά σου», αυτό πρώτο να ακούσει και τη χαρά.
Αυτές πάλι, με πολλή λαχτάρα, πλησίασαν τον Χριστό και έπιασαν τα άχραντα πόδια του για να σιγουρευτούν.
Οι δε απόστολοι πήγαν στον τάφο, και ο Πέτρος κοίταξε μόνο μέσα και έφυγε, ενώ ο Ιωάννης μπήκε μέσα και παρατήρησε με προσοχή και ψηλάφησε το σάβανο και το κάλυμμα της κεφαλής.
Τα χαράματα η Μαγδαληνή ξαναπήγε μαζί με άλλες γυναίκες για να εξακριβώσει καλύτερα αυτά που είχε δει. Καθώς έκλαιγε έξω από τον τάφο, έσκυψε μέσα και βλέπει δυο αγγέλους που άστραφταν και έλαμπαν και που της είπαν, σαν να τη μάλωναν: «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς; Τον Ιησού ζητάτε, τον Ναζαρηνό, τον εσταυρωμένο; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ».
Και αμέσως οι άγγελοι σηκώθηκαν με φόβο, γιατί είδαν τον Κύριο. Γι’ αυτό κι εκείνη στράφηκε πίσω και είδε τον Χριστό να στέκεται· και νομίζοντάς τον κηπουρό –γιατί το μνήμα ήταν σε κήπο– είπε: «Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από εκεί» Και καθώς η Μαγδαληνή στράφηκε πάλι προς τους αγγέλους, ο Σωτήρας της είπε: «Μαρία!» (Ιω. 20:14-16)
Μόλις εκείνη άκουσε τη γλυκιά και οικεία φωνή τού Χριστού, ήθελε να τον αγγίξει, αυτός όμως είπε: «Μη με αγγίζεις, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου, όπως σκέφτεσαι νομίζοντας ότι ακόμη είμαι άνθρωπος. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες σ’ αυτούς όσα είδες και άκουσες» –πράγμα που η Μαγδαληνή το έκανε.
Όταν ξημέρωνε, πήγε πάλι στον τάφο με τις άλλες, ενώ η Ιωάννα με τη Σαλώμη ήρθαν μετά την ανατολή του ήλιου. Και γενικά, σε διάφορες ώρες πήγαν στον τάφο οι γυναίκες, και ανάμεσά τους ήταν και η Θεοτόκος· διότι αυτή είναι η Μαρία Ιωσή που λέει το Ευαγγέλιο, και ο Ιωσής αυτός ήταν γιος του Ιωσήφ.
Είναι πάντως άγνωστο ποια ώρα αναστήθηκε ο Κύριος. Κάποιοι είπαν στο πρώτο λάλημα των πετεινών, άλλοι όταν έγινε ο σεισμός και άλλοι άλλα.
Αυτά λοιπόν έτσι έγιναν. Και να, μερικοί από τη φρουρά πήγαν και είπαν στους αρχιερείς τα γεγονότα· αυτοί τότε, δίνοντάς τους χρήματα, τους έπεισαν να πουν ότι οι Μαθητές του πήγαν νύχτα και τον έκλεψαν.
Κατά το απόγευμα αυτής της ημέρας, και ενώ οι Μαθητές ήταν μαζεμένοι σ’ ένα μέρος για τον φόβο των Ιουδαίων και οι πόρτες ήταν καλά κλεισμένες, ήρθε μέσα ο Χριστός –διότι πλέον είχε άφθαρτο σώμα– και τους χαιρέτησε ως συνήθως λέγοντας «Ειρήνη». Αυτοί, όταν τον είδαν, χάρηκαν υπερβολικά, και με το φύσημά Του έλαβαν τελειότερα την ενέργεια του παναγίου Πνεύματος.
Πώς τώρα είναι τριήμερη η ανάσταση του Κυρίου, μάθε: Το απόγευμα της Πέμπτης και η μέρα της Παρασκευής (διότι έτσι μετρούν το νυχθήμερο οι Εβραίοι), μία μέρα· η νύχτα πάλι της Παρασκευής και όλο το Σάββατο, άλλο ένα· να η δεύτερη μέρα. Άλλο τέλος νυχθήμερο η νύχτα του Σαββάτου και η μέρα της Κυριακής (διότι από το μέρος λαμβάνεται το όλο), να και η τρίτη μέρα. Ή και ως εξής: Την τρίτη ώρα της Παρασκευής σταυρώθηκε ο Χριστός· έπειτα, από την τρίτη ώρα μέχρι την έκτη, έγινε σκοτάδι· αυτό σκέψου το ως νύχτα· επομένως μέχρι την έκτη ώρα ένα νυχθήμερο. Έπειτα μετά το σκοτάδι πάλι μέρα, και η νύχτα της Παρασκευής· δεύτερο νυχθήμερο. Η μέρα του Σαββάτου και η νύχτα του, να τα τρία νυχθήμερα. Ο Σωτήρας δηλαδή, αν και υποσχέθηκε να μας ευεργετήσει την τρίτη μέρα, συντομότερα διέπραξε την ευεργεσία.