Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Αγία και Μεγάλη Τρίτη


Συναξάρι Τριωδίου
Την αγία και μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε την παραβολή των δέκα παρθένων από το ιερό Ευαγγέλιο (Ματθ. 25:1-13).
Αγία και Μεγάλη Τρίτη
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, καθώς ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα και ερχόταν προς το πάθος, έλεγε στους μαθητές του αυτές τις παραβολές, έλεγε δε και μερικές απευθυνόμενος προς τους Ιουδαίους.
Την παραβολή των δέκα παρθένων την είπε για να παρακινήσει στην ελεημοσύνη, και συγχρόνως θέλοντας να διδάξει όλους να είναι έτοιμοι πριν το τέλος του θανάτου.
Ο Κύριος δίδαξε πολλά για την παρθενία και για τους ευνούχους, και η παρθενία έχει πολλή δόξα, διότι αληθινά είναι μεγάλο κατόρθωμα, όμως δεν πρέπει, κατορθώνοντας κανείς αυτήν την αρετή, να αμελήσει τις άλλες αρετές και μάλιστα την ελεημοσύνη, με την οποία λάμπει το λυχνάρι της παρθενίας.
Γι’ αυτό τον λόγο το ιερό Ευαγγέλιο προβάλλει αυτή την παραβολή, και τις πέντε παρθένες τις ανακηρύττει φρόνιμες, γιατί μαζί την παρθενία είχαν πολύ και πλουσιοπάροχο το έλαιο της ελεημοσύνης, ενώ τις άλλες πέντε τις ονόμασε μωρές, δηλαδή ανόητες, γιατί είχαν και αυτές την παρθενία, όχι όμως και την ανάλογη ελεημοσύνη.
Γι’ αυτό δηλαδή ήταν μωρές, επειδή είχαν κατορθώσει το πιο μεγάλο και αμέλησαν το πιο μικρό, και δεν διέφεραν καθόλου από τις πόρνες, διότι εκείνες νικιούνται από σώματα, ενώ αυτές νικήθηκαν από τα χρήματα.
Και καθώς η νύχτα της παρούσας ζωής πήγαινε προς το τέλος, όλες οι παρθένες νύσταξαν και κοιμήθηκαν, δηλαδή πέθαναν –διότι ύπνος λέγεται ο θάνατος. Έπειτα κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια κραυγή, και εκείνες που είχαν άφθονο το έλαιο, μόλις άνοιξαν οι θύρες, μπήκαν στον νυμφώνα μαζί με τον Νυμφίο.
Οι μωρές όμως που δεν είχαν αρκετό έλαιο, το ζητούσαν μετά τον ύπνο. Οι φρόνιμες ήθελαν να δώσουν, αλλά δεν μπορούσαν, και πριν μπουν στον νυμφώνα είπαν σ’ αυτές: «Φοβόμαστε μήπως δεν φτάσει και για μας και για σας. Γι’ αυτό πηγαίνετε σ’ αυτούς που το πουλούν, δηλαδή στους φτωχούς, και αγοράστε».
Αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο, μάλιστα είναι και αδύνατο μετά τον θάνατο, όπως έδειξε ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. 16:19-31).
Και οι μωρές χωρίς φώτα χτυπούσαν την πόρτα φωνάζοντας: «Κύριε Κύριε, άνοιξέ μας». Και ο ίδιος ο Κύριος είπε σ’ αυτές τη φρικτή εκείνη απόφαση: «Φύγετε, δεν σας γνωρίζω». Πώς δηλαδή θα δείτε τον Νυμφίο χωρίς να έχετε ως προίκα την ελεημοσύνη;
Γι’ αυτό λοιπόν η παραβολή των δέκα παρθένων τοποθετήθηκε σήμερα από τους θεοφόρους πατέρες, να μας διδάσκει να είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση και έτοιμοι να υποδεχθούμε τον αληθινό Νυμφίο με τις καλές πράξεις, και ιδιαίτερα με την ελεημοσύνη, γιατί κανείς δεν γνωρίζει την ημέρα και την ώρα του θανάτου.
Διότι εκείνος που ασκεί μία αρετή, μέγιστη ίσως, αλλά καταφρονεί τις άλλες, και ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, δεν εισέρχεται μαζί με τον Χριστό στην αιώνια ανάπαυση, αλλά φεύγει καταντροπιασμένος.
Και δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό και γεμάτο ντροπή από την παρθενία που νικιέται από τα χρήματα.
Αλλά, Νυμφίε Χριστέ, συναρίθμησέ μας με τις φρόνιμες παρθένες και βάλε κι εμάς στην εκλεκτή σου ποίμνη και ελέησέ μας. Αμήν.

(Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Τριωδίου με τη βοήθεια και της μετάφρασης του αγίου Αθανασίου του Παρίου που περιέχεται στο βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σελ. 296)

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ'.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Να, ὁ Νυμφίος ἔρχεται στὸ μέσο τῆς νύχτας, κι εὐτυχισμένος θὰ εἶναι ὁ δοῦλος ποὺ θὰ τὸν βρεῖ (ὁ Νυμφίος) ξάγρυπνο νὰ τὸν περιμένει· ἀνάξιος ὅμως πάλι θὰ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ ράθυμο καὶ ἀπροετοίμαστο. Βλέπε, λοιπόν, ψυχή μου νὰ μὴ βυθιστεῖς στὸν πνευματικὸ ὕπνο, γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖς στὸ θάνατο (τῆς ἁμαρτίας) καὶ νὰ μείνεις ἔξω τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀνάνηψε κράζοντας· Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶσαι ἐσὺ ὁ Θεὸς· σῶσε μας διὰ τῆς προστασίας τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων).

Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὴν ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα, τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθῇ, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους· ὁ γὰρ Νυμφίος δῶρον ὡς Θεός, πᾶσι παρέχει τὸν ἄφθαρτον στέφανον.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Βουλευτήριον Σωτήρ, παρανομίας κατὰ σοῦ, Ἱερεῖς καὶ Γραμματεῖς, φθόνῳ ἀθροίσαντες δεινῶς, εἰς προδοσίαν ἐκίνησαν τὸν Ἰούδαν· ὅθεν ἀναιδῶς, ἐξεπορεύετο, ἐλάλει κατὰ σοῦ, τοῖς παρανόμοις λαοῖς. Τί μοι φησὶ παρέχετε, κᾀγὼ ὑμῖν αὐτὸν παραδώσω εἰς χεῖρας ὑμῶν; Τῆς κατακρίσεως τούτου ῥῦσαι, Κύριε τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ Ἰούδας τῇ γνώμῃ φιλαργυρεῖ, κατὰ τοῦ Διδασκάλου ὁ δυσμενής, κινεῖται βουλεύεται, μελετᾷ τὴν παράδοσιν, τοῦ φωτὸς ἐκπίπτει, τὸ σκότος δεχόμενος, συμφωνεῖ τὴν πρᾶσιν, πωλεῖ τὸν ἀτίμητον· ὅθεν καὶ ἀγχόνην, ἀμοιβὴν ὧν περ ἔδρα, εὑρίσκει ὁ ἄθλιος, καὶ ἐπώδυνον θάνατον. Τῆς αὐτοῦ ἡμᾶς λύτρωσαι, μερίδος Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὸ ἄχραντον Πάθος σου.

Ὁ Οἶκος
Τὶ ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; τί ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.

(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Γιατὶ εἶσαι ὀκνηρὴ καὶ ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα μέριμνες ἀνόητες καὶ μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μὲ πράγματα ποὺ ρέουν καὶ χάνονται; Σὲ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καὶ πρόκειται νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό, σύνελθε ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία, κράζουσα· Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτῆρα μου· μὴ μὲ κόψεις ὅπως τὴν ἄκαρπη συκή, ἀλλὰ ὡς σπλαχνικὸς Πατέρας, Χριστέ, δεῖξε συμπάθεια σὲ μένα, ποὺ κραυγάζω· νὰ μὴ μείνουμε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.