Διηγήθηκε ο αββάς Δανιήλ ότι υπήρξε κάποιος μοναχός με το όνομα Δουλάς, ο οποίος μάλιστα συγκαταλέχθηκε μεταξύ των μεγάλων Πατέρων. Αυτός λοιπόν ο Δουλάς αρχικά μόνασε σε κοινόβιο επί σαράντα χρόνια. «Ήταν κάποτε –είπε– ένας αδελφός σε κοινόβιο ο οποίος εξωτερικά φαινόταν άσημος και καταφρονεμένος, στον λογισμό όμως ήταν σπουδαίος και άξιος για κάθε τιμή. Ενώ λοιπόν όλοι τον εξευτέλιζαν και τον πρόσβαλλαν, αυτός χαιρόταν και ένιωθε αγαλλίαση. Κι όλη αυτή η εχθρική στάση των αδελφών απέναντί του ήταν δόλιο σχέδιο του πονηρού, γι’ αυτό άλλοι τον έδερναν, άλλοι τον έφτυναν, άλλοι τον έλουζαν με βρισιές και όλα αυτά τα υπέμεινε για είκοσι ολόκληρα χρόνια οπότε μη μπορώντας πια να ανεχθεί ο εχθρός την ακατάβλητη υπομονή του, ύπουλα γλύστρησε στη ψυχή κάποιου αδελφού και την ώρα που όλοι οι αδελφοί ησύχαζαν, μπήκε αυτός στην εκκλησία και αφού αφαίρεσε όλα τα ιερά σκεύη της, έφυγε κρυφά από το κοινόβιο.
Όταν ήρθε η ώρα για την ακολουθία, πήγε ο κανονάρχης να βάλει θυμίαμα, αλλά είδε ότι όλα τα σκεύη έλειπαν και αμέσως το ανέφερε στον αββά. Χτύπησε ευθύς το σήμαντρο και όλοι οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν άρχισε αναταραχή μεταξύ τους και έλεγαν: Κανείς άλλος δεν τα πήρε παρά ο δείνα αδελφός και γι’ αυτό απουσιάζει από την ακολουθία. Γιατί εάν δεν θα το είχε κάνει αυτό, πρώτος θα ερχόταν και τώρα όπως πάντοτε. Πήγαν λοιπόν και τον βρήκαν στο κελί του να προσεύχεται. Χτύπησαν και μπήκαν μέσα και άρχισαν να τον σέρνουν διά της βίας. Κι αυτός τους παρακαλούσε και τους έλεγε: Τί συμβαίνει, πατέρες; Κι εκείνοι με βρισιές και κακόλογα τον χτυπούσαν και του έλεγαν: Ιερόσυλε, είσαι ανάξιος και να ζείς. Δεν σού ‘φτασε τόσα χρόνια που μας τάραξες, και μ’ αυτό πού ‘κανες τώρα μας κατασκανδάλισες. Κι αυτός έλεγε: Συγχωρείστε με πού έσφαλα.
Τον οδήγησαν στον αββά και του λένε: Αββά, αυτός είναι που εξαρχής φέρνει άνω κάτω το κοινόβιο. Και άρχισαν να λένε ο ένας μετά τον άλλο: Τον είδα που έφαγε κρυφά τα χόρτα. Άλλος: Έκλεψε τα ψωμιά και τα έδινε έξω! και άλλος: Τον έπιασα να πίνει το εκλεκτό κρασί. Και όλοι ενώ έλεγαν ψέματα, γινόταν πιστευτοί. Και αυτόν μόνο, αν και έλεγε την αλήθεια, δεν τον άκουγε κανείς. Τραβάει ο αββάς και του αφαιρεί το σχήμα λέγοντας: Αυτά που κάνεις δεν στέκονται σε χριστιανό άνθρωπο. Του φόρεσαν λοιπόν σιδερένια δεσμά και τον παρέδωσαν στον οικονόμο της Λαύρας. Κι εκείνος αφού τον γύμνωσε και τον μαστίγωσε, ρωτούσε να μάθει εάν αληθεύουν όσα λέγονται εναντίον του. Κι αυτός γελώντας έλεγε: Συγχωρείστε με, αδελφοί, γιατί έσφαλα. Εξαγριωμένος λοιπόν με την απάντηση του αδελφού, δίνει εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή και να ασφαλίσουν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Και αναφέρει με γραπτό μήνυμα στον άρχοντα της πόλης το γεγονός.
Καταφθάνουν λοιπόν αμέσως οι δημόσιοι εντεταλμένοι τον παραλαμβάνουν, τον ανεβάζουν πάνω σε ασαμάρωτο ζώο με σιδερωσιά βαριά στον λαιμό του και σέρνοντάς τον μέσα από την πόλη τον οδηγούν στον δικαστή. Ο δικαστής άρχισε να τον ρωτάει σαν ποιό νά ‘ναι το όνομά του και από πού και για ποιόν λόγο έγινε μοναχός. Κι εκείνος τίποτε περισσότερο δεν είπε παρά μόνο: Αμάρτησα, συγχωρείστε με. Ο άρχοντας έξω φρενών διατάζει να τον τεντώσουν και με σκληρά μαστίγια να του λιανίσουν τα νώτα. Τεντωμένος λοιπόν από τα τέσσερα άκρα και την ώρα πού τον μαστίγωναν άσπλαχνα, με πρόσωπο χαμογελαστό έλεγε στον άρχοντα: Χτύπα, χτύπα. Την αμοιβή μου την κάνεις λαμπρότερη. Κι εκείνος του είπε: Εγώ την τιμωρία σου θα σου την αναδείξω πιο αστραφτερή και από το χιόνι. Και διατάζει να στρωθεί φωτιά κάτω από την κοιλιά του και αφού αναμείξουν αλάτι και ξύδι, να το χύνουν πάνω στις πληγές του. Όσοι ήταν παρόντες εκεί, απορούσαν για την τόσο μεγάλη καρτερία του και του έλεγαν: Πές μας πού έβαλες τα ιερά σκεύη και θα σε ελευθερώσει. Κι αυτός απαντούσε: Δεν γνωρίζω τίποτε. Επί τέλους παρήγγειλε να διακόψουν τον βασανισμό και πρόσταξε να τον μεταφέρουν στη φυλακή και να τον φυλάξουν εκεί νηστικό και χωρίς καμιά φροντίδα.
Την άλλη μέρα έστειλε εντολή στη Λαύρα να παρουσιαστούν οι υπεύθυνοι του κοινοβίου μαζί με τον αββά. Όταν πήγαν, ο άρχοντας τους είπε: Πάρα πολλούς τρόπους χρησιμοποίησα και σε πολλές τιμωρίες τον υπέβαλα, αλλά τίποτε περισσότερο δεν μπόρεσα να μάθω. Του λένε τότε οι αδελφοί: Αφέντη, κι άλλα πολλά κακά έκανε αλλά χάριν του Θεού τον κρατήσαμε περιμένοντας να μετανοήσει και να, πού έφτασε στα χειρότερα.
Τους ρωτάει τότε: Τί να τον κάνω λοιπόν; Ό,τι λεν οι νόμοι, του απάντησαν. Ο νόμος –είπε ο άρχοντας– τους ιερόσυλους τους φονεύει. Ας φονευθεί, ήταν η απάντηση. Τους άφησε αυτούς και έφερε τον αδελφό. Καθισμένος στο δικαστικό βήμα του λέει: Ομολόγησε, άθλιε, για να γλυτώσεις τον θάνατο. Και ο αδελφός είπε: Εάν διατάζεις να πώ αυτό πού δεν έγινε, το λέω. Δεν Θέλω –παρατήρησε ο δικαστής– να πεις ψέματα εναντίον σου. Και ο αδελφός πρόσθεσε: Τίποτε απ’ όσα μου ρωτάτε δεν γνωρίζω να τα έκανα ποτέ. Βλέποντας λοιπόν ο άρχοντας ότι δεν μαρτυρεί τίποτε, διατάζει να αποκεφαλισθεί. Τον παίρνουν λοιπόν οι δήμιοι και πάν να τον αποκεφαλίσουν.
Την ώρα όμως που τον πήγαιναν, αυτός που είχε αφαιρέσει τα κειμήλια ένιωσε συντριβή και είπε στον εαυτό του: Είτε τώρα είτε όποτε άλλοτε θα φανερωθεί οπωσδήποτε η υπόθεση. Κι αν ακόμη εδώ ξεφύγεις, τί θα κάνεις την ημέρα εκείνη; Πώς θα απολογηθείς για τέτοιες πράξεις; Πηγαίνει αμέσως στον αββά και του λέει: Στείλε γρήγορα είδηση να μην εκτελεσθεί ο αδελφός, γιατί βρέθηκαν τα ιερά σκεύη. Πληροφορεί ο αββάς τον άρχοντα και αφήνεται ελεύθερος ο αδελφός και τον φέρνουν στο κοινόβιο.
Άρχισαν τότε όλοι να πέφτουν στα πόδια του και να του λένε: Σου φταίξαμε, συγχώρεσέ μας. Κι εκείνος άρχισε με δάκρυα στα μάτια να λέει: Συγχωρείστε με, σας χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί με τους μικρούς αυτούς κόπους αξιώνομαι μεγάλων αγαθών. Αλήθεια, η χαρά μου ήταν μεγάλη πάντοτε, όταν άκουα να λέγονται από μέρους σας εναντίον μου πράγματα πού δεν είχαν καμιά θέση, γιατί μ’ αυτόν τον λίγο εξευτελισμό επρόκειτο να γίνω άξιος για μεγάλες τιμές τη φοβερή ημέρα της κρίσεως. Και θα χαιρόμουν ακόμη περισσότερο γι’ αυτό που μου κάνατε, αν δεν είχα θλίψη στην καρδιά μου για σας γιατί διέβλεπα την ανταπόδοση της αναπαύσεως στη Βασιλεία των Ουρανών μετά από τέτοιους πειρασμούς.
Μετά απ’ αυτά έζησε τρεις μέρες ο αδελφός και εξεδήμησε προς Κύριον. Και όταν ένας αδελφός πήγε στο κελί του να δεί πώς είναι, τον βρήκε πεσμένο στα γόνατα. Γιατί καθώς έκανε μετάνοιες και προσευχόταν, στη θέση αυτή παρέδωσε την ψυχή του και το σώμα παρέμενε ακόμη στη στάση της μετάνοιας. Πάει ο αδελφός και το ανακοινώνει στον αββά και δίνει εντολή ο αββάς να μεταφερθεί το σώμα του στην εκκλησία για να ενταφιασθεί εκεί. Όταν λοιπόν τοποθετήθηκε ο νεκρός μπροστά από το θυσιαστήριο, παρήγγειλε:νά χτυπήσουν σήμαντρο για να μαζευτεί και όλη η Λαύρα και με τιμές να ενταφιασθεί. Καθώς λοιπόν συγκεντρώνονταν οι αδελφοί, ήθελε ο καθένας να πάρει κάποια ευλογία από το λείψανο. Βλέποντάς το αυτό ο αββάς τοποθέτησε τον νεκρό στο ιερό, το κλείδωσε και περίμενε τον αββά της Λαύρας για να κάνουν μαζί τον ενταφιασμό.
Και όταν ήρθε ο πατήρ της Λαύρας με τους ιερείς και έκαναν την καθιερωμένη προσευχή, είπε στον αββά: Άνοιξε και φέρε τον νεκρό για να γίνει η ταφή, γιατί έφτασε η ενάτη ώρα. Άνοιξε ο αββάς και δεν βρήκε τίποτε μέσα εκτός τα ρούχα του νεκρού και τα σανδάλια. Όλοι θαμπώθηκαν και άρχισαν να θαυμάζουν και να δοξάζουν τον Θεό με δάκρυα στα μάτια και να λένε: Βλέπετε, αδελφοί, τί αγαθά προξενεί η μακροθυμία και η ταπείνωση;
Όπως είδατε λοιπόν το παράδειγμα αυτό, έτσι κι εσείς να αγωνίζεσθε υπομένοντας εξευτελισμούς και πειρασμούς, γιατί αυτά είναι που μας χαρίζουν τη Βασιλεία των Ουρανών με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».
(Μέγα Γεροντικόν Τόμος B’)