Την Ταϊσία από δεκαεπτά χρονών η ίδια της η μητέρα την έβαλε να εργάζεται σ’ ένα οίκο ανοχής. Ήταν τόσο όμορφη ώστε διαδόθηκε παντού η ομορφιά της και πλήθος ανδρών έρχονταν για να την συναντήσουν.
΄Όταν διηγήθηκαν στον Αββά ( γέροντα ) Σεραπίωνα για την Ταϊσία, άρχισε να προσεύχεται για την σωτηρία της ψυχής της. Έβγαλε τα μοναχικά του ενδύματα, ντύθηκε σαν στρατιώτης, παίρνει ένα νόμισμα και ξεκίνησε να την συναντήσει. Όταν έφτασε στο τόπο όπου κατοικούσε η Ταϊσία, παρουσιάστηκε ως πελάτης και την πλήρωσε για να περάσουν μαζί την νύχτα. Στο δωμάτιο όπου μπήκαν ο γέροντας της έδειξε το μοναχικό σχήμα που φορούσε κάτω από τα ρούχα του, της αποκάλυψε τον λόγο που ήλθε σε αυτήν και άρχισε να συνομιλεί μαζί της για την αθανασία και την αξία της ψυχής και για την μέλλουσα ζωή. Η αγία ήρθε σε μετάνοια και πέφτει γονυπετής μπροστά στον αββά, και ρώτησε τον γέροντα ”Τίμιε πάτερ, υπάρχει μετάνοια για τους αμαρτωλούς; Εάν μετανοήσω με δέχεται και μένα ο Θεός ; ” . Ο γέροντας της μίλησε για την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού, αλλά και για την χαρά που γίνεται στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Τότε η Ταϊσία ζήτησε από τον Αββά Σεραπίωνα τρεις ώρες διορία και κατόπιν θα τον ακολουθούσε. Μάζεψε όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει από την πορνεία και την έκαψε στη μέση της πόλεως. Κατόπιν πήγε να συναντήσει τον γέροντα. Εκείνος την οδήγησε σε μοναστήρι όπου κλείστηκε μέσα σε ένα κελί, έτρωγε λίγο ψωμί και έπινε λίγο νερό κάθε δύο ημέρες και προσευχόταν λέγοντας συνέχεια την φράση: « Κύριε ο Θεός μου, ο πλάσας με, ελέησον με κατά το μέγα σου έλεος ».
Μετά από τρία χρόνια ο αββάς Σεραπίωνας πήγε στον Μέγα Αντώνιο για να τον ρωτήσει εάν ο Θεός έκανε δεκτή την μετάνοια της Ταϊσίας. Διηγήθηκε στον Άγιο Αντώνιο όλο τον βίο της και ο Αντώνιος κάλεσε τους μοναχούς που είχε κοντά του να κλειστούν στα κελιά τους και να κάνουν προσευχή για να τους πληροφορήσει ο Κύριος σχετικά με την Ταϊσία.
Τότε στον Παύλο, το μεγαλύτερο των μαθητών του αγίου Αντωνίου, φανερώθηκε οπτασία στην οποία είδε στον ουρανό ένα στρωμένο κρεβάτι λαμπρό, επάνω ένα αμάραντο στέφανο και τρεις παρθένους με λαμπάδες γύρω από το κρεβάτι και συλλογίστηκε ότι για τον άγιο Αντώνιο ετοιμάζεται αυτή η δόξα. Τότε άκουσε φωνή η οποία του έλεγε ”Δεν είναι, Παύλε, του πατέρα σου Αντωνίου ο στέφανος, αλλά της Ταϊσίας, της πρώην πόρνης”. Με αυτό τον τρόπο πληροφορήθηκαν ότι έγινε δεκτή η μετάνοια της πρώην πόρνης από τον Θεό. Ο Σεραπίων επέστρεψε στο μοναστήρι όπου βρίσκονταν η αγία και την κάλεσε να βγει από το κελί όπου ήταν κλεισμένη γιατί ο Θεός έκανε δεκτή την μετάνοιά της. Η δε μακαρία του λέγει: ”Τίμιε πάτερ, σ’ ολόκληρη τη διαμονή μου στο κελλί είχα συνεχώς το φορτίο των αμαρτιών στη σκέψη μου”. Κι ο αββάς της αποκρίνεται: ‘‘Ο ταπεινός λογισμός σου ευαρέστησε τον Θεό”. Δεκαπέντε ημέρες έζησε η αγία Ταϊσία μετά την έξοδο από το κελί της και η ψυχή της πέταξε προς τον Κύριο.