Ὅταν λοιπόν κάποιος δέν θέλη νά πάρη φάρμακα, ἤ δέν θέλη νά πάη σέ ἰατρό, οἱαδήποτε καί ἄν εἶναι ἡ ἀσθένειά του, δείχνει πώς διέπεται ἀπό ἀτομοκεντρικό σύστημα ζωῆς, ἤ δείχνει πώς εἶναι ἔνοχος, καί ἑπομένως κρύβεται. Ὅπως, ὅταν ζητᾶς κάποιον καί αὐτός δέν παρουσιάζεται, τόν ξαναζητᾶς καί δέν παρουσιάζεται, λές, κάτι ἔκανε αὐτός, κάτι συμβαίνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὅποιος ἀπεχθάνεται τόν ἰατρό ἤ τά φάρμακα, εἶναι βαριά ἄρρωστος σωματικῶς, πρό πάντων ψυχικῶς. Εἶναι ἄφρων ἀνήρ, διότι λέγει «ἀνήρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς». Εἶναι ἄφρων ἀνήρ, ἄφρων γυνή, εἶναι ὁ ἀδιόρθωτος, ὁ ἀμετανόητος, εἶναι αὐτός πού δέν τόν νοιάζει ὁ Θεός, παρά μόνον τόν νοιάζει νά κατευθύνη τό σαρακοφαγωμένο κορμάκι του καί τήν σαρακοφαγωμένη ψυχή του ὅπως αὐτός νομίζει, μή τυχόν καί μπορέση νά βγῆ σέ κάποια ἀκροθαλασσιά. Ἀλλά τό φάρμακο καί ὁ ἰατρός δείχνουν ὅτι καθιστοῦμε διαχειριστήν τῆς ὑπάρξεώς μας τόν Θεόν, ὅτι δέν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κυβερνῆτες τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἐπί πλέον, ὁ ἰατρός καί τά φάρμακα μᾶς ταπεινώνουν, διότι πραγματικά εἶναι ταπείνωσις νά πᾶμε στόν ἰατρό ἤ νά πάρωμε φάρμακο. Ὅλοι μας θέλομε νά ἔχωμε τήν ὑγεία μας, νά εἴμαστε καλά, νά εἴμαστε βολεμένες ὑπάρξεις. Τό βόλεμα δέν εἶναι στοιχεῖο ὑγείας, ἀλλά στοιχεῖο θανατηφόρου ἀσθενείας. Βολεύομαι μέ λεφτά, βολεύομαι μέ ἄνετη καρέκλα, βολεύομαι μέ κρεββάτι καλό, μαλακό, μαλθακό, βολεύομαι μέ ἕνα σπίτι ἀεράτο. Ὅλα αὐτά εἶναι στοιχεῖα ὅτι δέν ζῶ γνήσια καί ζωντανά. Ἀκόμη, τά φάρμακα καί ὁ ἰατρός μαρτυροῦν τήν ὑπακοή μου, ὅτι ὑποτάσσομαι στόν ἄλλον. Ὅ,τι μοῦ πῆ ὁ ἄλλος. Ξέρετε τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀρρώστια, ὅταν μᾶς ὁδηγῆ στήν ὑπακοή; Μᾶς ἀνοίγει τά μάτια.
Μήν ἐμπιστεύεσθε ποτέ τόν ἑαυτό σας σέ κάποιον ἄνθρωπο πού δέν ἔχει ἀρρωστήσει ἤ πού δέν εἶναι ἄρρωστος, διότι αὐτός δέν ἔχει ἀκόμη ταπεινωθῆ. Σέ ἄνθρωπο ἀταπείνωτον μήν ἐμπιστεύεσθε οὔτε μία τρίχα πού ἔπεσε ἀπό τήν κεφαλή σας, πολλῷ μᾶλλον μήν ἐμπιστεύεσθε τόν ἑαυτό σας. Πάντοτε νά ἔχετε ἕνα ἐρωτηματικό γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἀκμαία τήν ὑγεία του. Ἀντιθέτως ἡ ἀρρώστια, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ταπεινώνει, δηλώνει ὅτι μέσα μας δουλεύει ὁ Θεός. Καί πράγματι, ἡ ἀρρώστια εἶναι δούλεμα ἀπό τόν Θεόν. Ὅπως πιάνεις καί δουλεύεις τό ζυμάρι, ὅπως πιάνεις τήν πέτρα καί τήν δουλεύεις καί βγάζεις ἕναν Χριστόν, ὅπως πιάνεις τό ξύλο καί τό δουλεύεις καί βγάζεις μία ὡραιότατη Παναγία, ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς πιάνει ὁ Χριστός μέ τήν ἀρρώστια καί μέ τόν ἰατρό καί μέ τά φάρμακα καί μέ τήν ὑπομονή –πρό πάντων μέ τήν ὀδύνη πού ἔχομε- καί δουλεύει τήν ψυχή μας.
Ἡ ἀσθένεια λοιπόν εἶναι μέν ἀπόρροια τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ ἐγωισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός, ὁ «ἀπό κακῶν ἐξάγων ἀγαθόν», γιά νά βγάλη ἀρετή καί αἰωνιότητα.
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Προσμονὴ Θεοῦ» τοῦ (†) Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, ἐκδ. «Ἴνδικτος», Ἀθῆναι 2018, σελ. 98-99,