Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Η Δόξα με δαγκώνει (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

 


Η ΔΟΞΑ μὲ δαγκώνει, κενή, μάταιη

τὰ δόντια της ἔμπηξε στὴν καρδιά μου,
κι ὅταν ἦρθαν τ’ ἄγρια σκυλιά, τὸ πλῆθος τὰ θηρία,
μὲ βρῆκαν νὰ κείτομαι καὶ μὲ κατασπάραξαν.
Ἡ τρυφὴ κι ὁ ἔπαινος τὸν μυελὸ καὶ τὰ νεῦρα μου
διέσπασαν, τῆς ψυχῆς τὴ δύναμη καὶ προθυμία.
Ὅσα μοῦ ἀφαίρεσαν, ἀλίμονο, πῶς νὰ τὰ γράψω ὅλα;
Ἀντὶ γι’ αὐτὰ μοῦ ‘βαλαν νἄχω ληστὲς
τὴν οἴηση καὶ τὸν ὄκνο, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ μέριμνα
πῶς ν’ ἀρέσω στοὺς ἄλλους,
στ’ ἀντίθετα μ’ ἔσυραν καὶ μὲ διαμέλισαν.
Ἄλλοι τὴ σωφροσύνη παινεύοντας, τὴ νηφαλιότητά μου,
ἄλλοι τὰ ἔργα μου, νεκρὸ μὲ κατάφεραν,
οἴηση, τὸ παράδοξο πρᾶγμα, τὴ μεγάλη ἀπορία, σὲ μένα ἔσπειραν, τὸν καταβρωμισμένο.
Γιατὶ πῶς, ἐξήγησε, πῶς δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς,
πῶς δὲν εἶναι ἀξιολύπητο τελείως,
τόσα πάθη ξαφνικὰ μοῦ ἐπιτέθηκαν,
μὲ κατάφεραν νεκρό, ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς γυμνό,
πάλι ἔχασα τὸν ἑαυτό μου, τὸν λησμόνησα, ἀπ’ ὅσα ἔγιναν
δὲν κατάλαβα τίποτα, ἀλλὰ ἔχω οἴηση, πὼς εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ὅλων ἀπαθής, ἅγιος, σοφὸς θεολόγος,
δίκαιο εἶναι κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ τιμοῦν,
ἀλλὰ καὶ νὰ μ’ ἐπαινοῦν, γιατὶ ἀξίζω ἐπαίνους
προσκαλῶ κάθε ἄνθρωπο καὶ νομίζω πὼς τιμὴ συγκεντρώνω,
ὅσο ἔρχονται καὶ μαζεύονται, τόσο καμαρώνω
κι ὅλο κοιτάζω δεξιὰ ἀριστερά, μήπως ἔγινε κάποιος καὶ λείπει,
δὲν ἦρθε, δὲ μὲ θαύμασε,
κι ἂν τυχὸν βρεθεῖ κανεὶς νὰ μὲ ξέχασε,
ἔχω κακία, τὸν κατηγορῶ, τὸν διασύρω,
νὰ τὸ μάθει κι ὁ ἴδιος, νὰ τὸν πτοήσει ὁ ψόγος
καὶ νὰ ‘ρθεῖ, νὰ προσφωνήσει, νὰ δείξει ὑποταγή,
ὅτι κι αὐτὸς ἀνάγκη ἔχει τὴν εὐχὴ καὶ τὴ φιλία μου. …
 
 Μή μ’ ἀφήσεις, Χριστέ, νὰ πλανιέμαι στὸ μέσο τοῦ κόσμου,
Ἐσένα μόνο ἀγαπάω χωρὶς ποτὲ νὰ Σ’ ἀγάπησα
καὶ μόνη ἐλπίδα ἔχω τὶς δικές Σου ἐντολὲς νὰ φυλάω,
ἂν κι ὁλόκληρος στὰ πάθη βρίσκομαι καὶ δὲν Σ’ ἔχω γνωρίσει καλά.
Γιατὶ ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, ἔχει ἀνάγκη τὴ δόξα τοῦ κόσμου;
Ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ Σένα τὸν ἴδιο;
Θὰ προσκαλέσει αὐτὸς τοὺς πάντες ἢ μερικοὺς θὰ κολακέψει,
ἢ θὰ φροντίσει νὰ γίνει φίλος καθενός;
Ὅσοι εἶναι δοῦλοι Σου πραγματικοὶ δὲν ἔκαναν τέτοια, οὔτε ἕνας.
Γι’ αὐτὸ ἔχω θλίψη καὶ λύπη, Θεέ μου,
ὅτι βλέπω σ’ αὐτά δουλωμένο τὸν ἑαυτό μου,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ νοιώσω καλά, οὔτε νὰ ταπεινωθῶ,
τὴ δική Σου δόξα τὴ μόνη ἀληθινὴ δὲν θέλω.
 
[Ὕμνος ΙΒ’, στ. 69-101, 117-129]