Τοῦ Δημήτρη Ι. Παπαδημόπουλου, Δικηγόρου, Δημ. Συμβούλου Ἐλασσόνας
Συμπληρώνονται
σήμερα, 13 Ὀκτωβρίου 2021, 117 χρόνια, ἀπὸ τὴν ἀπώλεια μίας ἡρωϊκῆς
μορφῆς, ποὺ στέκει πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὸ χῶρο, ποὺ συμπυκνώνει στὴν
ὕπαρξή της τὴν αὐταπάρνηση τοῦ Λεωνίδα, τὴν εὐγένεια τοῦ Ἀχιλλέα, τὴ
λεβεντιὰ τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὴν τρυφερότητα
τοῦ ὑπέροχου συζύγου καὶ πατέρα, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἀφοσίωση στὸ ὅραμα
τῆς ἐλεύθερης Μακεδονίας καὶ τῆς ἑνωμένης Ἑλλάδας: Τοῦ Παύλου Μελᾶ! Τοῦ
παλικαριοῦ ποὺ πρόσφερε τὴν ἀλκὴ τῆς νιότης του καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή του,
μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὑπερηφάνεια, σ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται μητέρα πατρίδα.
Ἀπὸ
παιδί, «πάντα πρόθυμος νὰ βοηθάει τ’ ἀδέλφια του, νὰ παραχωρεῖ τὴ θέση
του, τὸ καλύτερο μερίδιο τοῦ φαγητοῦ. Δίνει ὅ,τι ἔχει καὶ παίρνει ἐπάνω
του τὶς μικροαγγαρεῖες καὶ τὰ βαρετὰ καθήκοντα (....) Στὸ σχολεῖο
γίνεται θηρίο, ὅταν τυχαίνει νὰ τυραννᾶ ἢ νὰ κτυπᾶ κανένας μεγάλος
μαθητὴς ἕναν μικρότερο ἢ πιὸ ἀδύναμο. Ὁρμᾶ τότε καὶ τὰ βάζει μαζί του,
χωρὶς νὰ λογαριάσει τίποτε. Κάποτε -ἀναζητώντας τὸν πατέρα του-
κατεβαίνει στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του «καὶ βρίσκεται μπροστά σε
ἀραδιασμένα τουφέκια πολλὰ καὶ σὲ ξύλινες κάσες». Εἶναι ὅπλα ποὺ θὰ
σταλοῦν στοὺς ἐπαναστάτες ἀδελφούς μας Κρητικούς, τοῦ ἐξηγεῖ ὁ πατέρας
του, ποὺ τοῦ ἐμφυσᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα. Κι ἐκεῖνος φυλάγει τὸ
μυστικὸ μὲς στὴν καρδιά του.
Οἱ
Βούλγαροι, μὲ ἀπαρχὴ τὸ Βουλγαρικὸ Σχίσμα ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας, ἤγειραν
διεκδικήσεις ἐπὶ τῆς Μακεδονικῆς γῆς, κυρίως ἀπὸ τὸ 1870. Ὁ Μακεδονικὸς
Ἑλληνισμὸς ὑπέφερε πολλὰ σὲ ἀνθρώπινες θυσίες καὶ περιουσιακὰ ἀγαθά. Ἀπὸ
τὸ 1895 καὶ μετά, ἔνοπλες βουλγαρικὲς συμμορίες ποὺ ὀνομάστηκαν
«κομιτατζῆδες», μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν τοπικῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ὑπέβαλαν σὲ
ἀπερίγραπτα βασανιστήρια τὸν Ἑλληνικὸ πληθυσμὸ τῆς Μακεδονίας. Ἔκλεβαν,
βίαζαν, δολοφονοῦσαν ἀθώους, ἄνδρες, γυναῖκες, ἱερεῖς, ἰατρούς,
δασκάλους, ἔκαιγαν ναούς, τρομοκρατοῦσαν, πλημμύριζαν στὸ αἷμα τὰ ἅγια
χώματα. Ἀπώτερος σκοπός τους νὰ «πείσουν» τὶς Μεγάλες Δυνάμεις, ὅτι ἐκεῖ
-δῆθεν- ὑπῆρχε ἕνας ἀμιγὴς βουλγαρικὸς πληθυσμὸς καὶ ὅτι ἡ γῆ τοὺς
ἀνήκει, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐπεδίωκαν νὰ ἐπεκτείνουν τὰ γεωγραφικὰ
ὅρια τοῦ κράτους τους καὶ νὰ ἐπιτύχουν διέξοδο στὸ Αἰγαῖο καὶ τὴ
Μεσόγειο Θάλασσα.
Στὴ δράση τους ἀντιστάθηκαν οἱ Μακεδονομάχοι, ἑλληνικά, ἔνοπλα ἀνταρτικὰ σώματα.
Ὁ
Παῦλος Μελᾶς ἔχει πρὸ πολλοῦ ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὴ Σχολὴ Εὐελπίδων, ποὺ
ἵδρυσε ὁ μέγιστος Ἰωάννης Καποδίστριας. Γιὰ τὸν γενναῖο ἀξιωματικό, ἡ
ἰδέα τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος ἦταν σκοπὸς ζωῆς, ἦταν καθῆκον. Χρέος
γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν πλησίον. «... Ἔγινα ὄργανο δυνάμεως πολὺ
μεγάλης... καὶ μὲ ὠθεῖ διαρκῶς πρὸς τὴν Μακεδονίαν...», ὀμολογώντας μ’
αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅτι δάκτυλος Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε.
Καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1904 ἀφήνει τὰ πάντα: Σαλόνια, πλούτη, σύζυγο καὶ
δύο παιδιά. Κι ἀνηφορίζει στὴν Καστοριά, γιὰ νὰ ὀργανώσει τὰ
Μακεδονόπουλα καὶ νὰ τὰ μεταβάλει σὲ Μακεδονομάχους ἥρωες. Πρὶν ἀναλάβει
δράση, μεταλαμβάνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. «... Οὐδέποτε μὲ τόσην
κατάνυξιν μετέλαβα» καὶ ἔχει τὸ νοῦ του στραμμένο πρὸς τὴ θυσία τοῦ
Χριστοῦ καὶ πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀποστολῆς Ἐκείνου, εὐχόμενος νὰ τοῦ
σταθεῖ συμπαραστάτης.
Μὲ τὸ ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, ἀπ’ ὅπου περνᾶ, σκορπᾶ τὸν τρόμο στοὺς
ἐχθροὺς τῆς πατρίδας, φέρνει τὸν ἄνεμο τῆς νίκης, ἐνισχύοντας ἠθικὰ καὶ
ὑλικά τους κατατρεγμένους καὶ καταπιεσμένους Ἕλληνες, ὀργανώνοντάς τους
καὶ διδάσκοντάς τους, μὲ πληγὲς στὰ πόδια καὶ σ’ ὅλο του τὸ σῶμα καὶ
ἀγωνία στὴν ψυχὴ γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς ἀποστολῆς του. Αὐτὸ μονάχα ἔχει στὸ
μυαλό του καὶ τὸ ἐξομολογεῖται μὲ ἐπιστολὲς στὴ γυναίκα του, Ναταλία
Δραγούμη, ποὺ ὑπεραγαπᾶ: «Χαῖρε, ἀγάπη μου, μὴ μὲ σκέπτεσαι πλέον ἐμένα,
ἀλλ’ εὐχήσου διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἁγίας ἀποστολῆς μας. Φίλησε τὴν
μητέρα μου καὶ τοὺς ἀδελφούς μου, ὡς ἐπίσης ὅλην τὴν ἁγίαν ἑλληνικὴν καὶ
χριστιανικὴν οἰκογένειάν σου... Τὰ παιδιὰ φιλῶ καὶ εὐλογῶ΄΄.
Οἱ
Βούλγαροι φοβοῦνται νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν, τὸν παραδίδουν στὰ
καταδιωκτικὰ ἀποσπάσματα τοῦ τούρκου κατακτητῆ. Στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1904,
στὴ Στάτιστα, ἕνας πυροβολισμὸς ἀκούστηκε. Καὶ γύρισε ὁ Παῦλος πίσω
λέγοντας: «Στὴ μέση μὲ πῆρε παιδιά». Φώναξε τὸν Πύρζα, τὸ συμπολεμιστή
του. Ἔβγαλε τὸ σταυρό του ἀπ’ τὸ λαιμὸ καὶ εἶπε: «Τὸν σταυρὸ νὰ τὸν
δώσεις στὴν γυναίκα μου καὶ τὸ τουφέκι τοῦ Μίκη (τοῦ γιοῦ του) καὶ νὰ
τοὺς πεῖς, ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα». Ἔβγαλε τὶς φωτογραφίες τῶν παιδιῶν
του καὶ ξεζώθηκε, καὶ φάνηκαν τὰ αἵματα. Σὲ λίγο ξεψύχησε. Ξεψύχησε τὸ
παλικάρι. Ποὺ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ σωτηρίας τῆς Πατρίδος. Ποὺ κρατοῦσε τὴν
ἁγία παρακαταθήκη τῆς φιλοπατρίας. Ποὺ ἐγεννήθη «ἰσχυρὸς ἐν πολέμῳ», διὰ
τῆς Πίστεως. Ποὺ ἡ ἀνδρεία του ἐβεβαίωνε τὴν Πίστη του, ἡ δὲ Πίστη του
συμπλήρωνε τὴν ἀνδρεία του.
Ἄς
σκύψουμε ὅλοι ἐμεῖς κι ἄς ψάξουμε γιὰ τὰ ἴχνη ποὺ ἄφησε στοὺς χώρους
ἀπ' ὅπου πέρασε. Προσκύνημα καὶ ἀναβάπτισμα ἐθνικό. Ἄς ξεχωρίσουμε τὴν
προσφορὰ ἀπὸ τὸν καιροσκοπισμό, τὴ θυσία ἀπὸ τὸν ὑπολογισμό. Κι ἄς
ξαναθυμηθοῦμε τὶς τελευταῖες του λέξεις, ποὺ τὶς διαποτίζει ἀπεριόριστο
μεγαλεῖο καὶ ἀποτελοῦν παρακαταθήκη καὶ κληρονομιά, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς
δικούς του ἀνθρώπους ἀλλὰ γιὰ τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο: Ὅταν, λαβωμένος
θανάσιμα, λέει στὸ φίλο καὶ συναγωνιστῆ του, τὸν Πύρζα: «Τὸν σταυρό μου
νὰ τὸν δώσεις στὴ γυναίκα μου καὶ τὸ τουφέκι τοῦ Μίκη (τοῦ γιοῦ του).
Καὶ νὰ τοὺς πεῖς, ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα».
Κουβέντα ἀπὸ χείλη παγωμένα ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ θανάτου, ποὺ τὰ λέει ὅλα, τὰ συμβολίζει ὅλα!