Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς και μια διήγηση του μακαριστού π. Γεράσιμου Φωκά
Το νησί της Κύπρου ήταν η γενέτειρα αλλά, και ο τόπος όπου διακόνησε την Εκκλησία ο έξοχος αυτός άγιος. Ο Σπυρίδων γεννήθηκε σε μία οικογένεια απλών χωρικών και έτσι απλός και ταπεινός παρέμεινε σε όλη τη ζωή του μέχρι την κοίμησή του. Νυμφεύθηκε σε νεαρή ηλικία και απέκτησε παιδιά, αλλά όταν πέθανε η γυναίκα του εκείνος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού. Χάρις στην ιδιαίτερη ευλάβεια που τον διέκρινε, εξελέγη επίσκοπος στην πόλη της Τριμυθούντος. Αλλά και ως επίσκοπος δεν άλλαξε τον απλό τρόπο ζωής του. Συνέχισε να φροντίζει ο ίδιος τα ζωντανά του και να καλλιεργεί με τα χέρια του τη γη.
Για τον εαυτό του κρατούσε πολύ λίγους καρπούς από την παραγωγή του, ενώ το μεγαλύτερο μερίδιο το μοίραζε στους ενδεείς. Έκανε μεγάλα θαύματα με τη δύναμη του Θεού: με την προσευχή του έφερε βροχή σε περίοδο ξηρασίας, σταμάτησε τη ροή ενός ποταμού, ανέστησε ανθρώπους εκ νεκρών, θεράπευσε τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο από βαριά ασθένεια, είδε και άκουσε αγγέλους του Θεού, προφήτευσε τα μέλλοντα, διέκρινε τα κρύφια των καρδιών των ανθρώπων, μετέστρεψε πολλούς στην αληθινή Πίστη και πολλά άλλα ακόμη.
Συμμετείχε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325) και επέστρεψε πολλούς αιρετικούς στην Ορθόδοξη Πίστη, χάρις στις απλές και ξεκάθαρες απόψεις του γι’ αυτήν αλλά και στα μεγάλα θαύματά του. Ο άγιος Σπυρίδων ήταν τόσο απλός στην εμφάνισή του, ώστε, όταν κάποτε θέλησε να εισέλθει στην αυτοκρατορική αυλή ως προσκεκλημένος του αυτοκράτορα, ένας στρατιώτης τον νόμισε ζητιάνο και τον ράπισε κατά πρόσωπο. Ταπεινός και άδολος ο Σπυρίδων, του γύρισε και το άλλο μάγουλο!
Δόξαζε τον Θεό με πληθώρα θαυμάτων και ωφελούσε, όχι μόνον μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αλλά και συνολικά την Εκκλησία του Θεού. Αναπαύθηκε εν Κυρίω το έτος 348. Τα θαυματουργά λείψανά του παραμένουν αποθησαυρισμένα στην Κέρκυρα και δι’ αυτών δοξάζεται μέχρι σήμερα ο Θεός με πολλά θαύματα που ενεργούνται.
***
Τίποτα δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αν δεν είμαστε επιεικείς προς τους ανθρώπους και αν δεν συγχωρούμε τις αδυναμίες τους! Διότι πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει, εάν εμείς πρώτοι δεν συγχωρούμε άλλους;
Κάποτε, ο άγιος Σπυρίδων πούλησε εκατό κατσίκια σε έναν ζωέμπορο σε μια τιμή που συμφώνησαν και ο άγιος είπε στον αγοραστή να του δώσει τα χρήματα. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι ο Σπυρίδων ποτέ δεν μετρούσε χρήματα, του έδωσε ικανό ποσόν για ενενήντα εννέα κατσίκια και έκρυψε τα χρήματα για το ένα, το εκατοστό.
Ο άγιος μέτρησε εκατό κατσίκια και του τα έδωσε. Όταν όμως ο έμπορος και οι υπηρέτες του οδήγησαν έξω το κοπάδι, ένα απ’ τα ζώα, βελάζοντας γύρισε πίσω. Αυτός το έδιωχνε αλλά εκείνο επέστρεφε. Όσο το έδιωχνε ξανά και ξανά, εκείνο γύριζε πάλι, μη θέλοντας να πάει μαζί με τα άλλα κατσίκια. Ο άγιος τότε πλησίασε τον έμπορο και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίταξε, παιδί μου, το ζωντανό δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μήπως τυχόν παρακράτησες την άξια του;». Ο έμπορος ντράπηκε και ομολόγησε την αμαρτία του. Μόλις πλήρωσε την ανάλογη τιμή που παρακράτησε, το κατσικάκι έφυγε αμέσως και πήγε μαζί με τα άλλα ζώα του κοπαδιού.
Σε άλλη περίπτωση, συνέβη κάποτε να μπουν κλέφτες μέσα στο μαντρί του αγίου Σπυρίδωνα. Αφού άρπαξαν όσα πρόβατα μπορούσαν, γύρισαν κι έκαναν να φύγουν, αλλά μια αόρατη δύναμη τους κρατούσε, σαν καρφωμένους, στο ίδιο σημείο, και ήταν αδύνατον να κινηθούν. Την αυγή ήλθε ο επίσκοπος να δει το κοπάδι του. Βρίσκοντας εκεί τους κλέφτες, τους επέπληξε με ήπιο τρόπο και τους συμβούλευσε στο εξής να πασχίζουν να ζουν με τους δικούς τους κόπους και όχι με κλοπές. Πήρε μετά ένα πρόβατο και τους είπε: «Πάρτε αυτό για τον κόπο σας, για να μην πάει χαμένη η ολονύχτια αγρυπνία σας»· και έτσι τους απέλυσε εν ειρήνη.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Δεκέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 114-115, 118-119)
***
Από διήγηση του π. Γερασίμου Φωκά
Ξέρετε, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι άγαμοι βρίσκονται υψηλότερα στην κλίμακα της αγάπης του Θεού.
Δίπλα μου ήταν ένα βιβλίο για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα, και σκεπτόμενος τον Άγιο έγγαμο, πάλι αυτός ο λογισμός πήρε θέση στη σκέψη μου, οπότε νιώθω ένα χαστούκι στο μάγουλο. Σηκώνω τα μάτια και τότε βλέπω τον Άγιο Σπυρίδωνα ζωντανό και θυμωμένο μπροστά μου, αυστηρά να με ρωτάει πώς και το πιστεύω αυτό; Ο ίδιος δεν ήταν έγγαμος, ο Απόστολος Ανδρέας δεν ήταν έγγαμος; Ο Απόστολος Πέτρος δεν ήταν έγγαμος;
Όταν συνήλθα από αυτή την ψυχρολουσία, άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω για τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνα. Έφτασα στο σημείο που έλεγε ότι ο Άγιος πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς. Όταν κάποιοι κλέφτες πήγανε μία νύχτα να κλέψουνε πρόβατα απὸ τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει και ο Άγιος, όχι μόνο τους ξανάδωσε το φως τους, αλλὰ τους χάρισε κ᾿ ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα. Και τελικά, αφού τους νουθέτησε νάναι καλοὶ άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους, χωρὶς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιὰ που θέλανε να κάνουνε.
“Αποκλείεται, δεν το πιστεύω”, είπα. “Μα να τους χαρίσει και κριάρι, γιατί είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύκτα”;
Άφησα το βιβλίο και ανέβηκα στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Εκεί μια σπουδαία μοναχή, η Βερονίκη, που για χρόνια είχε δουλέψει ως νοσοκόμα στην κλινική Αλεβιζάτου στην Ομόνοια, όπου εφημέριος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος, μου πρότεινε να περπατήσουμε λίγο. Ήταν η εποχή που τα γύρω αμπέλια του μοναστηριού έγερναν γεμάτα ώριμα σταφύλια, έτοιμα για τρύγο.
“Σκύψε, Γεράσιμε, σκύψε, να μην αναστατώσουμε τους ανθρώπους”, μου λέει.
Γυρίζω και βλέπω δύο χωρικούς να κλέβουν σταφύλια από το αμπέλι του μοναστηριού.
Η Βερονίκη δεν φώναξε, δεν πρόσβαλε, δεν έδιωξε τους κλέφτες, αλλά μου είπε να σκύψω να μην μας δουν και αναστατωθούν.
Από τη Βερονίκη μού ήρθε λοιπόν απάντηση πώς φέρονται οι άνθρωποι του Θεού. Πριν λήξει η μέρα, η αμφισβήτησή μου για ό,τι έπραξε ο Άγιος Σπυρίδωνας με τους κλέφτες, διαλύθηκε.
***
Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Και είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, πού του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Με την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τούς πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες πού γκρέμνισε τις αποθήκες πού φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι… Και στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο πού έγινε στη Νίκαια, ήτανε κι ο άγιος Σπυρίδωνας ανάμεσα στους τριακοσίους δέκα οκτώ θεοφόρους πατέρας και, παρ όλο πού δεν γνώριζε γράμματα, αποστόμωσε τον αιρεσιάρχην Άρειο πού ήτανε ο πιό σπουδασμένος στα γράμματα από όλους τους δεσποτάδες… Όταν ελειτουργούσε, παραστεκότανε Άγγελοι που τους βλέπανε με τα μάτια τους πολλοί από τους ευσεβείς χριστιανούς, και που έλεγε το «Ειρήνη πάσι», οι Άγγελοι αντιφωνούσανε «Και τω πνεύματί σου» αντί των ψαλτάδων, και τον περιέλουζε κάποια υπερφυσική φωτοχυσία. (Φώτης Κόντογλου)
Η διάβαση του ποταμιού
Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ’ αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα ‘χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:
— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.
Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ’ ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους.
Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ’ άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν’ αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στην πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα ‘ταν ο κόσμος!
Η ίαση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου
Ο Κωνστάντιος (337-360 μ.Χ.) υιός του Μ. Κωνσταντίνου είχε κληρονομήσει το ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βρισκόμενος κάποτε στην Αντιόχεια της Συρίας αρρώστησε βαριά χωρίς κανείς ιατρός να μπορεί να τον θεραπεύσει. Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα μπορούσαν να του την θεραπεύσουν (επρόκειτο περί του ιερού Σπυρίδωνος και του διακόνου του Τριφυλλίου*, τον οποίον ο βασιλεύς είδε ως επίσκοπο στον ύπνο του, προοραματιζόμενος το μέλλον). Ο βασιλιάς, έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης,πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν όμως παρουσιάσθηκε στα ανάκτορα και ζήτησε να δη τον βασιλέα ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους τους εμπόδιζε να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του είχε ένα αρχιερέα έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Όταν δε, μαζί με τον Τριφύλλιο έφθασαν εις την αίθουσα του θρόνου, αμέσως αναγνωρίστηκαν από τον βασιλέα, ο οποίος έτρεξε προς αυτούς. Ο Άγιος έβαλε την χείρα του στην κεφαλή του βασιλέως και αμέσως ο βασιλεύς θεραπεύθηκε.
Μετά απ’ αυτό ο βασιλεύς θέλοντας να του εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρυσόν πολύ, ο άγιος αρνήθηκε να τον δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τον χρυσόν είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, δέχτηκε τα δώρα και τα διαμοίρασε στους αυλικούς του παλατιού. Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του αγίου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ’ όλους τους βασιλείς νομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».
*Άγιος Τριφύλλιος Επίσκοπος Λήδρας, ήταν διάκονος και μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος και πρώτος Επίσκοπος της Λευκωσίας, πήρε μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής (σημερινή Σόφια), που έγινε το 343. Υπήρξε σφοδρός πολέμιος των αιρετικών οπαδών του Αρείου και φίλος και υπερασπιστής του Μεγάλου Αθανασίου. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη, το 369. ΄περισσότερα εδώ
Εορτάζει στις 13 Ιουνίου