Κυριακή Ε΄ τῶν Νηστειῶν (Μάρκ. ι΄ 32-45)
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Μάρκον, ὁμιλία ΞΕ΄ α΄.
Ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας. «Ὅποιος μπορεῖ νὰ καταναοήση, ἄς κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης· «Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς· «Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν αἰώνια».
Τότε φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη, καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται πάλι στὸ πάθος του. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ γίνη αὐτό, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸ ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε ἀπ’ αὐτό. Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό. Καλά, καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς; θὰ ρωτοῦσε κανείς. Εἰπώθηκαν ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸση σαφήνεια. Κατεδαφίσετε, εἶπε, αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ὑψώσω πάλι. Κι ἀλλοῦ· Σημάδι ζητεῖ αὐτὴ ἡ γενιὰ καὶ σημάδι δὲ θὰ τῆς δοθῆ, παρὰ τὸ σημάδι τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ ἄλλη φορά· λίγο ἀκόμα διάστημα θὰ εἶμαι μαζί σας· ἔπειτα θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲ θὰ μὲ βρῆτε.
Στοὺς μαθητάς του ὅμως δὲ μίλησε ἔτσι. Ὅπως φανέρωσε τὰ ἄλλα πιὸ καθαρὰ, τὸ ἴδιο καὶ τοῦτο. Καὶ ἄν πολλοὶ δὲν κατανοοῦσαν τὸ νόημα τῶν λόγων του, τί χρειαζόταν καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ; Γιὰ νὰ νιώσουν ἔπειτα, ὅτι μὲ προηγούμενη γνώση βάδιζε πρὸς τὸ πάθος καὶ μὲ τὴ θέλησή του· ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, οὔτε ἀπὸ ἀνάγκη. Στοὺς μαθητάς του δὲν ἔκανε τὴν παραγγελία γι’ αὐτὸ μόνο. Ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπα: Νὰ προετοιμαστοῦν μὲ τὴν προσμονὴ καὶ νὰ βαστήξουν εὐκολώτερα τὸ πάθος· μὴν ἔρθη ἀπροσδόκητο καὶ τοὺς ταράξη ὑπερβολικά. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο μόνο. Κι ὅταν τὸ καλοστοχάστηκαν καὶ ἐξοικειώθησαν μὲ τὴν ἰδέα του, προσθέτει καὶ τὰ ἄλλα· ὅτι θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη, ὅτι θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τοῦτο ἀκόμα· ὅταν δοῦνε ὅτι πραγματοποιήθηκαν τὰ δυσάρεστα, νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπ’ αὐτὰ καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔκρυψε τὰ λυπηρά, κι ὅσα θεωροῦνται ντροπή, εὔλογα θὰ γινόταν πιστευτός καὶ στὰ εὐχάριστα. Πρόσεξε καὶ τὴ σοφὴ χρονικὴ οἰκονομία τοῦ πράγματος. Δὲν τοὺς ἐμίλησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξη. Οὕτε πάλι τὴν ὥρα τῆς ἐκτελέσεως, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προκαλέση διπλῆ ἀναστάτωση. Τοὺς μίλησε, ὅταν τοὺς εἶχε δώσει ἀρκετὰ δείγματα τῆς δυνάμεώς του· ὅταν τοὺς ἔδωσε μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τότε εἰσάγει καὶ τὸ λόγο γι’ αὐτὰ καὶ μία καὶ δύο καὶ πολλὲς φορὲς, συνδυάζοντάς τον μὲ τὰ θαύματα καὶ τὶς διδαχές του.
Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι φέρνει μάρτυρες, καὶ τοὺς προφῆτες. Ἄλλος ὅτι κι αὐτοὶ ἀκόμα δὲν ἐνοοῦσαν τοὺς λόγους του ἀλλὰ ἔμεναν μυστικοὶ καὶ γι’ αὐτοὺς κι ὅτι θαμπωμένοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Χανόταν λοιπόν, συμπεραίνει, τὸ κέρδος τῆς παραγγελίας. Ἄν δὲν ἐγνώριζαν τὸ περιεχόμενο ὅσων εἶχαν ἀκούσει, δὲν μποροῦσαν καὶ νὰ περιμένουν· κι ἄν δὲν περίμεναν πῶς νὰ προετοιμασθοῦν μὲ τὶς ἐλπίδες; Ἄλλη μεγαλύτερη ἀπορία διατυπώνω ἐγώ· ἄν δὲν ἐγνώριζαν πῶς ἐλυποῦνταν; Πῶς ἔλεγε ὁ Πέτρος· Σὲ καλό σου, μακριὰ αὐτὸ ἀπὸ σένα; Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ; Ἐγνώριζαν ὅτι θὰ πεθάνη κι ἄς μὴ ἤξεραν καθαρὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Οὔτε τὴν ἀνάσταση ἐγνώριζαν οὔτε ὅσα ἔμελλε νὰ κατορθώση. Καὶ τοῦτο ἦταν κρυμμένο ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ λυποῦνταν. Εἶχαν δεῖ μερικοὺς, ποὺ εἶχαν ἀναστηθῆ ἀπὸ ἄλλους. Ποτὲ δὲν εἶδαν ὅμως κάποιον νὰ ἀναστήση τὸν ἑαυτὸ του καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ξαναπεθάνη πιά. Αὐτὸ δὲν ἦταν κατανοητὸ κι ἄς λεγόταν πολλὲς φορές. Ἀκόμα, δὲν ἐγνώριζαν καθαρὰ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ τὸν τρόπο, τῆς πραγματοποιήσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν θαμπωμένοι. Κι ὄχι μονάχα γι’ αὐτό· νομίζω ὅτι τοὺς ξάφνιαζε κι ὅλας, καθὼς μιλοῦσε γιὰ τὸ πάθος του.
β΄. Ὡστόσο κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔδινε λίγο θάρρος, κι ἄς ἄκουγαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο, τοὺς ἀνησυχοῦσε ὑπεβολικὰ καὶ τοῦτο· ὅτι ἄκουγαν πὼς θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια. Ὅταν ἔφεραν στὸ νοῦ τὰ θαύματα, τοὺς δαιμονισμένους ποὺ ἐλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς ποὺ σήκωσε, ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ θαυματουργοῦσε κι ἔπειτα ἄκουσαν κι αὐτά, ἔνιωθαν ἔκπληξη γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔπραττε αὐτὰ τὰ θαύματα θὰ πάθαινε αὐτὰ τὰ παθήματα. Γι’ αὐτό κι ἔπεφταν σὲ ἀπότοματα. Τώρα ἐπίστευσαν κι ἔπειτα δὲν δυσπιστοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀντιλήφθηκαν καθαρὰ τὸ λόγο, ὥστε ἀμέσως τὸν ἐπλησίασαν οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ μίλησαν γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία· Θέλουμε, λέει, νὰ καθίσωμε ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ Εὐγγελιστὴς λέει ὅτι ἐπλησίασε ἡ μητέρα; Καὶ τὰ δύο εἶναι πιθανά. Πῆραν τὴ μητέρα τους, γιὰ νὰ κάμουν τὴν παράκλησή τους πιὸ ἀποτελεσματικὴ κι ἔτσι νὰ κάμψουν τὸ Χριστό. Ὅτι εἶναι ἀληθινὸ τοῦτο ποὺ εἶπα -ἦταν δική τους ἡ αἴτηση κι ἀπὸ ντροπὴ προβάλουν τὴ μήτερα- προσέξετε πῶς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο.
Ἄς δοῦμε καλύτερα τί ζητοῦν πρῶτα, καὶ μὲ ποιό σκοπό, καὶ πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή. Πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή; Ἔβλεπαν νὰ δέχωνται τιμὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπιτύχουν καὶ τὴν αἴτησή τους αὐτή. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητοῦν; Ἄκουσε κάποιον ἅλλον εὐαγγελιστὴ ποὺ τὸ ἀποκαλύπτει φανερά. Βρίσκονταν κοντὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἐνόμιζαν ὅτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ φανερωνόταν ἡ βασιλεία, γι’ αὐτὸ τὴ ζητοῦσαν. Νόμιζαν ὅτι αὐτὴ ἦταν πολὺ κοντὰ κι ὅτι ἀπὸ τὴ φύση της ὑλικὴ κι ὅταν ἀπολάμβαναν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν, δὲ θὰ δοκίμαζαν κανένα λυπηρό. Γιατὶ δὲν τὴ ζητοῦσαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποφύγουν δυσκολίες. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπομακρύνει πρῶτα ἀπ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις, συνιστώντας τους νὰ περιμένουν σφαγὲς καὶ κινδύνους καὶ τὰ ἔσχατα δεινά. Μπορεῖτε, τοὺς λέει, νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι πού πίνω; Κανένας ὡστόσο ἄς μὴ σκανδαλιστῆ γιὰ τὴν ἀτέλεια τῶν ἀποστόλων.
Δὲν εἶχε ἀκόμα συντελεσθῆ ἡ σταύρωση, οὔτε ἦταν δοσμένη ἡ χάρη. Κι ἄν θέλης νὰ μάθης τὴν ἀρετή τους, σπούδασέ τους ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ θὰ τοὺς εὔρης ἀνώτερους ἀπὸ κάθε πάθος. Γι’ αὐτὸ φανερώνει τὰ ἐλαττώματά τους γιὰ νὰ καταλάβης τὴν ἀλλαγὴ ποὺ δέχτηκαν ἀπὸ τὴ χάρη. Ὅτι δὲ ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε κι εἶχαν κάποια ἰδέα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι φανερό τοῦτο. Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ πῶς πλησιάζουν καὶ τί λένε. Θέλομε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μᾶς παραχωρήσης ὅ,τι σοῦ ζητήσουμε. Κι ὁ Χριστὸς τούς ρωτάει, Τί θέλετε; Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάση ν’ ἀποκριθοῦν καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴν πληγὴ καὶ ἔτσι νὰ βάλη ἐπάνω τὸ φάρμακο. Κι αὐτοὶ κατακόκκινοι ἀπὸ τὴν ντροπή, γιατὶ τοὺς ἐκινοῦσε ἀνθρώπινο πάθος, τὸν πῆραν ξεχωριστά, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν παρακάλεσαν. Γιατὶ λέει ὅτι προχώρησαν, ὥστε νὰ μὴ γίνη τὸ πρᾶγμα ὁλοφάνερο στοὺς μαθητὰς κι ἔτσι εἶπαν ὅ,τι ἐπιθυμοῦσαν. Καὶ ἐπειδὴ ἄκουαν, Θὰ καθίσετε σὲ δώδεκα θρόνους, ἐπιθυμοῦσαν κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ πρωτεῖο τῆς συμπαρακαθήσεως αὐτῆς. Ἤξεραν ὅτι εἶχαν τὴν προτίμηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Φοβοῦνται ὅμως τὸν Πέτρο καὶ λένε· Πὲς νὰ καθίση ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Τὸν βιάζουν λέγοντας, Πές. Κι ἐκεῖνος κάνοντας γνωστό, ὅτι δὲν ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε θὰ τολμοῦσαν νὰ ζητήσουν τόσο μεγάλο πρᾶγμα, ἄν ἤξεραν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν, τοὺς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Πόσο μεγάλο, πόσο ὑπέροχο, πόσο ἀνώτερο κι ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Προσθέτει ἔπειτα· Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ εἶναι νὰ πιῶ καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα, ποὺ θὰ δεχτῶ;
Βλέπετε πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀμέσως ἀπὸ τὴ σκέψη τους, μιλῶντας ἀπὸ τὰ ἀντίθετα; Μοῦ κάμετε λόγο γιὰ τιμὲς καὶ στεφάνωμα, τοὺς λέει. Σᾶς μιλῶ ἐγὼ γιὰ ἀγῶνες κι ἱδρῶτες. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ὥρα τῶν ἐπάθλων οὔτε θὰ φανερωθῆ τώρα ἐκείνη ἡ δόξα μου· τὸ παρὸν εἶναι σφαγὲς καὶ πόλεμοι καὶ κίνδυνοι. Προσέξετε ἀκόμα πῶς μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐρωτήσεως καὶ τοὺς παρακινεῖ καὶ τοὺς ἐλκύει. Δὲν τοὺς εἶπε, μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὴ σφαγή; Μπορεῖτε νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας; Τοὺς εἶπε· Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι; Κι ἔπειτα ἐλκύοντάς τους· ποὺ εἶναι νὰ πιῶ. Γιὰ νὰ γίνουν πιὸ πρόθυμοι μὲ τὸ συνδεσμό τους μ’ ἐκεῖνον. Κι ἀποκαλεῖ τὸ πάθος του βάπτισμα, δείχνοντας ὅτι θὰ προκύψη μεγάλος καθαρμὸς στὴν οἰκουμένη ἀπ’ αὐτό. Μποροῦμε, τοῦ ἀπάντησαν, περιμένοντας ν’ ἀκούσουν τὸ ναὶ στὴν αἴτησή τους. Κι ἐκεῖνος· Τὸ ποτήρι νὰ τὸ πιῆτε καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ θὰ δεχτῶ. Τοὺς προφητεύει μεγάλα ἀγαθά, ὅτι θ’ ἀξιωθοῦν τὸ μαρτύριο καὶ θὰ πάθουν ὅ,τι κι αὐτός· θὰ τελειώσετε τὴ ζωή σας μὲ βίαιο θάνατο, θὰ εἶστε σ’ αὐτὰ συμμέτοχοί μου. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ σᾶς τὸ παραχωρήσω. Τὸ δίνει ὁ Πατέρας σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅποιους τὸ ἑτοίμασε.
γ΄. Ἀφοῦ ἐτόνωσε τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἀνέβασε ψηλότερα καὶ τὶς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴ λύπη, τότε διορθώνει τὴν αἴτησή τους. Ἀλλὰ τί σημαίνει ὁ τωρινός λόγος; Δύο πράγματα ζητοῦν οἱ πολλοί· ἄν ἔχη ἑτοιμαστῆ γιὰ μερικοὺς ἡ παρακάθιση στὰ δεξιὰ του καὶ δεύτερο ἄν ὁ Κύριος τῶν ὅλων δὲν εἶναι Κύριος νὰ κάμη παραχώρηση σέ ἐκείνους, γιὰ ὅσους ἔγινε ἡ προετοιμασία. Τί σημαίνει λοιπόν ὁ λόγος; Ἄν ἀπαντήσωμε στὸ πρῶτο, θ’ ἀποσαφηνισθῆ καὶ τὸ δεύτερο. Τὸ πρῶτο λοιπὸν σημαίνει ὅτι κανένας δὲ θὰ καθίση δεξιὰ κι ἀριστερά του. Εἶναι γιὰ ὅλους ἀπλησίαστος ὁ θρόνος αὐτός. Δὲ λέγω γιὰ τούς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀποστόλους μονάχα ἀλλἀ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Παῦλος τὸ θεωρεῖ σὰν ἐξαιρετικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Μονογενῆ ὅταν λέη· Σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτέ, κάθισε στὰ δεξιά μου; Ἀκόμα καὶ στοὺς ἀγγέλους λέει· Αὐτὸς ποὺ κάμει τοὺς ἀγγέλους του πνεύματα. Ἐνῶ στὸ γιό του, Θρόνος σου, ὁ Θεός. Πῶς λέει λοιπόν, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω τὴν παρακάθηση στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά μου; Ἐπειδὴ ἦσαν μεγάλα πρόσωπα αὐτοὶ ποὺ θὰ κάθονταν; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ἀποκρίθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτῶν ποὺ ρωτοῦσαν, συγκατεβαίνοντας στὸ διανοητικό τους ἐπίπεδο. Γιατὶ δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ ἐκεῖνο θρόνο καὶ τὸ κάθισμα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν καὶ τὰ πολὺ χαμηλὰ ἀπ’ αὐτά, ποὺ τὰ εἶχαν καθημερινὰ στ’ αὐτιά τους. Ἕνα ζήτοῦσαν μόνο, ν’ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ σταθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη κοντινώτερος σ’ ἐκεῖνον ἀπ’ αὐτούς.
Αὐτὸ εἶπα καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο· ἄκουσαν δώδεκα θρόνους καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴ σημασία τοῦ λόγου, ἐπιδίωξαν τὸ προκάθισμα. Ἰδοὺ τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Θὰ βρῆτε θάνατο γιὰ μένα, καὶ θὰ θυσιαστῆτε γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ θὰ γίνετε μέτοχοι στὸ πάθος μου. Δὲν φτάνει ὅμως αὐτὸ νὰ σᾶς δώση τὴν ἀπόλαυση τοῦ προκαθίσματος καὶ τὴν κατοχὴ τῆς πρώτης θέσης. Ἄν καποιος ἔρθη μὲ τὸ εὔσημο τοῦ μαρτυρίου κι ἔχοντας περισσότερες ἀρετὲς ἀπὸ σᾶς, μπορεῖ νὰ σᾶς ἀγαπῶ τώρα καὶ νὰ σᾶς προτιμῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲ θὰ παραμερίσω ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὸν διαλαλοῦν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ δώσω τὰ πρωτεῖα σὲ σᾶς. Δὲν τοὺς μίλησε ἔτσι ὡστόσο, γιὰ νᾶ μῆν τοὺς λυπήση. Μ’ αἰνιγματικὴ ὅμως ἔκφραση ὑπονοεῖ λέγοντας τὸ ἴδιο. Θὰ πιῆτε τὸ δικὸ μου ποτήρι, καὶ θὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ δέχομαι. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς τὸ δώσω, μὰ σ’ ὅποιους ἔχει ἑτομαστῆ. Καὶ γιὰ ποιούς ἑτοιμάστηκε; Γι’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ λάμψουν μὲ τὰ ἔργα τους. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶπε, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ τὸ δώσω ἀλλὰ στὸν Πατέρα μου, γιὰ νὰ πῆ κανένας ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμη μὴν πῆ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀντίδοσης. Εἶπε μόνο, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα ἀλλὰ σ’ ὅσους ἑτοιμάστηκε.
Γιὰ νὰ γίνη σαφέστερο ὅ,τι λέω, ἄς τὸ ἐφαρμόσωμε σ’ ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσωμε πὼς ὑπάρχει ἕνας ἀγωνοθέτης κι ἔπειτα ὅτι συμμετέχουν σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα πολλοὶ ἄριστοι ἀθληταί. Δύο ἀπ’ αὐτοὺς, πολὺ γνωστοὶ στὸν ἀγωνοθέτη, ἔρχονται καὶ τοῦ λένε μὲ τὸ θάρρος τῆς φιλίας τους. Κάμε νὰ στεφανωθοῦμε καὶ ν’ ἀνακηρυχθοῦμε ἐμεῖς νικηταί. Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει· Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀλλὰ σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσους ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὸν ἱδρῶτα. Θὰ τοῦ καταλογίσουμε τάχα ἀδυναμία; Καθόλου βέβαια. Θὰ παραδεχτοῦμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀπροσωποληψία του. Θὰ λέγαμε λοιπὸν πὼς ἐκεῖνος δὲ δίνει, ὄχι ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλει νὰ καταπατήση τοὺς κανόνες τῶν ἀγώνων οὔτε νὰ ταράξη τὴν τάξη τοῦ δικαίου.
Ἔτσι θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πεῖ, τὸ ἴδιο κατευθύνοντάς τους ἀπὸ παντοῦ νὰ ἔχουν, ἔπειτα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς προκοπῆς τους στηριγμένη στὴν ἐπίδειξη τῶν δικῶν τους κατορθωμάτων. Γι’ αὐτὸ λέει· γιὰ ὅσους ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Σὰ νὰ τοὺς λέει· ἄν φανοῦν ἄλλοι καλύτεροί σας; Κι ἄν ἐπιτύχουν ἔργα ἀνώτερα; Μήπως ἐπειδὴ γίνατε μαθηταί μου, γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀπολαύσετε τὰ πρωτεῖα, χωρὶς νὰ φανῆτε ἄξιοι τῆς ἐκλογῆς μου; Ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν ὅλων, φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁλόκληρη ἡ κρίση εἶναι ἔργο του. Ἔτσι λέει στὸν Πέτρο. Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῶν οὐρανῶν. Κι ὁ Παῦλος τὸ ἴδιο λέει· Μοῦ ἀπομένει ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸν δώση ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Κι ὄχι σ’ ἐμένα μονάχα, ἀλλὰ σ’ ὅλους ποὺ ἐπιθύμησαν τὴν ἐπιφάνειά του. Κι ἔχει γίνει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι σ’ ὅλους φανερὸ ὅτι κανένας δὲ θὰ σταθῆ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο.
Μὴν ἀπορήσης ἄν ἐκφράστηκε γι’ αὐτὰ μὲ κάποια ἀσάφεια. Οἰκονομοῦσε τὴν ἀποτροπὴ τους ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν ἀνώφελα γιὰ πρωτεῖα. Ἦταν ἀνθρώπινο τὸ πάθος τους καὶ δὲν ἤθελε συνάμα νὰ τοὺς λυπήση· τὰ πετυχαίνει μὲ τὴν ἀσάφεια καὶ τὰ δύο. Τότε ἀγανάκτησαν οἱ δέκα γιὰ τοὺς δύο. Πότε τότε; Ὅταν τοὺς ἔκαμε τὴν ἐπιτίμηση. Ὥσπου ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε βγάλει ἀπόφαση, δὲν ἀγανακτοῦσαν. Ἔβλεπαν τὴ προτίμηση σ’ αὐτούς, τὴ δέχονταν ὅμως καὶ σιωποῦσαν, ἐπειδὴ ἐσέβονταν καὶ τιμοῦσαν τὸ Δάσκαλο. Κι ἄν ἐδοκίμαζαν μέσα τους κάποια λύπη, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὴ φανερώσουν. Κάτι ἀνθρώπινο εἶχαν πάθει καὶ μὲ τὸ Πέτρο, ὅταν ἔδωσε τὰ δίδραχμα, ἀλλὰ δὲ θύμωσαν· ρώτησαν μόνο. Ποιός εἶναι λοιπὸν μεγαλύτερος; Ἐδῶ ὅμως θύμωσαν, ἐπειδὴ ἡ αἴτησή ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Μὰ κι ἐδῶ πάλι δὲν ἀγανακτοῦν ἀμέσως, μόλις τὸ ἐζήτησαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτίμησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι δὲ θἀ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα, ἄν δὲν κάμουν τὸν ἑαυτό τους ἄξιο γι’ αὐτό.
δ΄. Εἶδες τὴν ἀτέλεια ὅλων; Κι αὐτῶν ποὺ ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν δέκα κι ἐκείνων ποὺ φθονοῦσαν τοὺς δύο. Δεῖξε μού τους ὅμως ἔπειτα, ὅπως εἶπα καὶ θὰ τοὺς δῆς ἐλεύθερους ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Ἄκουσε λοιπὸν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, αὐτὸς ποὺ τώρα ἦρθε γιὰ τὰ πρωτεῖα, ὑποχωρεῖ παντοῦ μπροστὰ τὸν Πέτρο, ὅταν μιλᾶ καὶ θαυματουργεῖ μέσα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δὲν κρύβει τὰ κατορθώματά του οὔτε ἀποσιωπᾶ τὴν ἀπολογία του, ποὺ ἔκαμε ἐνῶ ὅλοι σιωποῦσαν καὶ τὴν εἴσοδό του στὸν τάφο καὶ θέτει τὸν Πέτρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ ἔμειναν κι οἱ δύο κοντά του τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως μετριάζοντας τὸν αὐτοέπαινό του λέει, ὅτι Ἦταν γνώριμος στὸν ἱερέα ἐκεῖνος ὁ μαθητής. Ὁ Ἰάκωβος πάλι δὲν ἔζησε πολὺ ἔπειτα. Ἀπὸ τὴν ἄρχὴ ἔνιωσε τόση φλόγα μέσα του καὶ παραιτῶντας ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀνέβηκε σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, ὥστε νὰ θυσιαστῆ ἀμέσως. Ἔτσι μὲ ὅλες τὶς πράξεις τους ἔφτασαν ἀργότερα στὸ ἄκρο τῆς τελειότητας. Τότε ὅμως εἶχαν ἀγανακτήσει.
Καὶ ὁ Χριστός; Ἀφοῦ τοὺς κάλεσε κοντά το τοὺς λέει· θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν. Ἐπειδὴ ἐτρόμαξαν καὶ ταράχτηκαν, τοὺς καταπραΰνει πρὶν ἀπὸ τὸ λόγο μὲ τὴν πρόσκληση καὶ μὲ τὴν προσέλκυσή τους κοντά του. Γιατὶ οἱ δύο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν δώδεκα, στέκονταν πιὸ κοντά του καὶ τοῦ μιλοῦσαν σὰν ἴσοι. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς φέρνει κοντά του μ’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ γιὰ νὰ διακωμωδήση τὸ ζήτημά του καὶ νὰ τὸ ξεσκεπάση στοὺς ἄλλους, διασκεδάζοντας τὸ πάθος κι αὐτῶν κι ἐκείνων. Καὶ δὲν τὸ μετριάζει τώρα ὅπως πρῶτα. Πρῶτα παρουσιάζει μικρὰ παιδιὰ καὶ τοὺς προτρέπει νὰ μιμηθοῦν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινωσύνη τους. Ἐδῶ τοὺς προτρέπει ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ἐντονώτερα· οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν καὶ οἱ μεγάλοι θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν. Δὲ θὰ γίνη ὅμως ἔτσι σ’ ἐμᾶς· ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος ἀνάμεσά μας, αὐτὸς θὰ εἶναι ὑπηρέτης ὅλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἄς εἶναι ὁ πιὸ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Δείχνει πὼς ὁ ἔρωτας τῶν πρωτείων εἶναι γνώρισμα τῶν ἐθνικῶν. Γιατὶ τὸ πάθος εἶναι τυραννικὸ καὶ συνεχῶς ἐνοχλεῖ ἀκόμα καὶ μεγάλους ἄνδρες. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἐντονώτερη καταδίκη καὶ τοὺς ἀγγίζει κι ἐκείνους βαθύτερα παρουσιάζοντας ἄρρωστη τὴν ψυχή τους μὲ τὴν παράθεση τῶν ἐθνῶν.
Μετριάζει ἔτσι ἐκείνων τὸ φθόνο κι αὐτῶν τὴν παραφροσύνη, σχεδὸν λέγοντάς τους. Μὴν ἀγανακτῆτε, γιατὶ τάχα σᾶς ἔχουν προσβάλει. Τὸν ἑαυτὸ τους πιὸ πολύ βλάπτουν κι ἐξευτελίζουν ὅσοι ζητοῦν ἔτσι τὰ πρωτεῖα· βρίσκονται στὴν ἔσχατη θέση. Δὲ γίνεται σ’ ἐμᾶς ὅ,τι στοὺς ἔξω. Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τοὺς ἐξουσιάζουν. Στὸ δικό μου βασίλειο, πρῶτος γίνεται ὁ τελευταῖος. Ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος ἁπλός, δέξου τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ ὅσα πράττω κι ὅσα παθαίνω. Ἐγὼ ἔκαμα καὶ κάτι περισσότερο. Ἄν καὶ ἤμουν βασιλιὰς τῶν δυνάμεων τοῦ οὐρανοῦ, θέλησα νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ καταδέχτηκα νὰ περιφρονηθῶ καὶ νὰ ἐξευτελιστῶ. Μὰ δὲν περιωρίστηκα σ’ αὐτά· ἔφτασα ὡς τὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ λέει· Καθὼς ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθῆ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή του ἐξαγορά πολλῶν. Καὶ δὲ σταμάτησα λέει ὡς ἐδῶ· ἀλλὰ ἔδωσα ἐξαγορὰ λυτρώσεως τὴν ψυχή μου. Καὶ λύτρωση ποιῶν; Τῶν ἐχθρῶν μου. Σὺ ἄν ταπεινωθῆς, τὸ κάμεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου· ἐγὼ ὅμως γιὰ σένα.
Μὴ φοβηθῆς λοιπόν, γιατὶ τάχα μειώνεται ἡ ἀξία σου. Ὅσο κι ἄν ταπεινωθῆς, δὲν μπορεῖς νὰ κατεβῆς τόσο, ὅσο ὁ Κύριός σου. Ἡ κατάβαση ὅμως ἐγινε ἀνάβαση ὅλων κι ἔκαμε νὰ λάμψη ἡ δόξα του. Προτοῦ γίνη ἄνθρωπος, ἦταν γνωστὸς στοὺς ἀγγέλους μόνο. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἀνθρωπος τὴ δόξα δὲν ἐλάττωσε ἀλλὰ πῆρε κι ἄλλη, τοῦ γνωρισμοῦ του μὲ τὴν οἰκουμένη. Μὴ φοβηθῆς λοιπὸν ὅτι μειώνεται ἡ ἀξία σου, ἄν ταπεινωθῆς. Ἀντίθετα ἔτσι αὐξάνεται ἡ δόξα σου· ἔτσι γίνεται μεγαλύτερη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πύλη τῆς Βασιλείας. Ἄς μὴν ἀκολουθήσωμε τὸν ἀντίθετο δρόμο κι ἄς μὴν πολεμοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας.
Ἅν ἐπιθυμήσωμε νὰ φανοῦμε μεγάλοι, δὲ θὰ γίνουμε μεγάλοι ἀλλὰ πιὸ ἀνάξιοι ἀπ’ ὅλους. Εἶδες πῶς τοὺς παρακινεῖ μὲ τὰ ἀντίθετα παραδείγματα, δίδοντάς τους ὅ,τι ἐπιθυμοῦν; Στὰ προηγούμενα τὸ ἐδείξαμε ἀναλυτικά. Ἔτσι ἔκαμε καὶ στὴ περίπτωση τῶν φιλοχρήματων καὶ τῶν κενόδοξων. Γιὰ ποιὸ λόγο, ρωτάει ἐλεεῖς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους; Γιὰ νὰ κερδίσης δόξα; Μὴν κάμης ἔτσι λοιπὸν καὶ θὰ κερδίσης δόξα ἐξάπαντος. Γιὰ ποιό λόγο μαζεύεις θησαυρούς; Γιὰ νὰ πλουτήσης. Μὴ μαζέψης θησαυροὺς καὶ θὰ πλουτήσης. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο ἐπιθυμεῖς πρωτεῖα; Γιὰ νὰ πηγαίνης μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Διάλεξε λοιπὸν τὴν τελευταία θέση καὶ τότε θ’ ἀπολαύσης τὰ πρωτεῖα. Ἄν θέλης λοιπὸν νὰ γίνης μεγάλος μὴν ἐπιδιώκης νὰ γίνης μεγάλος καὶ τότε θὰ γίνης μεγάλος. Ἐκεῖνο σὲ κάνει μικρό.
ε΄. Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ νόσημά τους; Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξη ὅτι κι ἀπὸ κεῖνο ξεπέφτουν καὶ μὲ τοῦτο πετυχαίνουν. Γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸ ἕνα καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὸ ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐθύμισε καὶ τὰ ἔθνη· γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ πρᾶγμα κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν πλευρὰ αἰσχρὸ καὶ σιχαμερό. Γιατὶ ὁ ὑπερήφανος εἶναι ἀνάγκη νὰ ταπεινώνεται καὶ ἀντίθετα ὁ ταπεινὸς νὰ ὑψωθῆ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τὸ ἀληθινὸ καὶ γνήσιο, ποὺ δὲ βρίσκεται μόνο στὸ ὄνομα καὶ τὴν προσωνυμία. Καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης καὶ φόβου, τοῦτο ὅμως ἁρμόζει στὸ Θεό. Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος μένει ἀνώτερος κι ἄς μὴν τὸν θαυμάζη κανένας, ὅπως κι ἐκεῖνος πάλι εἶναι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνάξιος κι ἄς τὸν ὑπηρετοῦν ὅλοι. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀναγκαστικὴ τιμὴ γι’ αὐτὸ κι εὔκολα διαρρέει· ἡ ἄλλη ὅμως ἐλεύθερη, γι’ αὐτὸ καὶ παραμένει σταθερή. Ἐξ ἄλλου καὶ τοὺς ἁγίους τοὺς θαυμάζομε γι’ αὐτό· ἐπειδὴ ταπείνωναν τὸν ἑαυτό τους περισσότερο ἀπ’ τὸν καθένα, ἐνῶ ἦσαν ἀνώτεροι ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ κι ὡς σήμερα μένουν στὸ ψηλό τους βάθρο καὶ μήτε ὁ θάνατος δὲν τὸ χαμήλωσε.
Ἄν θέλης ἄς ἐξετάσωμε τὸ ἴδιο πρᾶγμα καὶ μὲ συλλογισμούς. Λέμε κάποιον πὼς εἶναι ψηλὸς ἤ γιὰ τὸ ὕψος τοῦ σώματός του ἤ ὅταν τύχη νὰ στέκεται σὲ ψηλὸ τόπο. Ὅμοια καὶ ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ἄς δοῦμε λοιπὸν ποιός ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα· ὁ ἀλαζόνας ἤ ὁ μετριοπαθής. Γιὰ νὰ δῆς ὅτι τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τίποτα πιὸ χαμηλὸ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία. Ὁ ἀλαζόνας θέλει νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ τίποτα δὲ νομίζει πὼς τοῦ εἶναι ἄξιο· ὅση κι ἄν τοῦ προσφερθῆ τιμή, ἐπιθυμεῖ περισσότερη κι ἐπιδιώκει. Νομίζει πὼς τίποτα δὲν τοῦ προσφέρθηκε, περιφρονεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν τιμή τους ὡστόσο ἀποζητᾶ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία. Μοιάζει μὲ αἴνιγμα· αὐτοὺς ποὺ γιὰ μηδὲν τοὺς λογαριάζει, ἀπ’ αὐτοὺς θέλει νὰ δοξάζεται.
Εἶδες πῶς ὅποιος θέλει νὰ ἐπαρθῆ καὶ νὰ ψηλώση πέφτει καὶ μένει στὰ χαμηλά; Δογματίζει ὅτι θεωρεῖ μηδενικὰ τοὺς ἄλλους σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του· κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Γιατί λοιπὸν καταφεύγεις στὸ μηδενικό; Γιατὶ ζητᾶς ἀπὸ κεῖνον τιμή; Γιατὶ σέρνεις μαζί σου τόσο πλῆθος; Βλέπετε τὸν ταπεινὸ στὴν ταπεινὴ του θέση; Ἄς στρέψωμε σ’ αὐτὸν τὴν προσοχή μας. Γνωρίζει αὐτὸς τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ὅποια τιμὴ κι ἄν τοῦ κάνουν τὴ θεωρεῖ σημαντική. Ὥστε αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτὸ του, μένει ὑψηλὸς καὶ δὲ μεταβάλλει τὴν ἀπόφασή του. Ὅποιος δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ἄλλους μεγάλους, μεγάλες θεωρεῖ καὶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μικρές, ἐπειδὴ αὐτοὺς τοὺς θεωρεῖ μεγάλους. Ὁ ἀλαζόνας ὅμως θεωρεῖ μηδενικὰ ὅσους τὸν τιμοῦν, ἐνῶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς τὶς χαρακτηρίζει μεγάλες.
Ἀκόμα, ὁ ταπεινὸς δὲν εἶναι αἰχμάλωτος κανενὸς πάθους· δὲν μπορεῖ νὰ τον πειράξη ἡ ὀργή, οὔτε ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, οὔτε ὁ φθόνος, οὔτε ἡ ζήλεια. Ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ ψυχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπ’ αὐτά; Ὁ ἀλαζόνας ὅμως ἐξουσιάζεται ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν τὸ σκουλήκι ποὺ κυλιέται στὸ βόρβορο, γιατὶ κι ἡ ζήλεια κι ὁ φθόνος κι ὁ θυμὸς βασανίζουν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή του. Ποιός εἶναι λοιπὸν ὑψηλός; ὁ νικητὴς τῶν παθῶν ἤ ὁ δοῦλος τους; Αὐτὸς ποὺ τρέμει ἐξ αἰτίας τους καὶ φοβᾶται ἤ αὐτὸς ποὺ δὲν ὑποτάζεται οὔτε αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτά; Ποιό πουλὶ θὰ ποῦμε ὅτι πετᾶ ψηλότερα; Αὐτὸ ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ καλάμια τοῦ κυνηγοῦ ἤ ἐκεῖνο ποὺ μήτε καλάμι δὲν ἀφίνει τὸν κυνηγό του νὰ χρησιμοποιήση, ἐπειδὴ χαμοπετᾶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ψηλώση; Τέτοιος εἶναι ὁ ὑπερήφανος· ἕρπει στὸ χῶμα καὶ τὸν πιάνει εὔκολα κάθε παγίδα.
στ΄. Ἄν θέλης κοίταξε τὸ πρᾶγμα κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονα. Τὶ πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τότε ποὺ ψήλωσε τὸν ἑαυτό του, καὶ πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ταπεινώση τὸν ἑαυτό του; Ἐκεῖνος σέρνεται χάμω κι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ φτέρνα μας –πατεῖτε, ὁρίζει, πάνω στὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέση ψηλὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἄν θέλης αὐτὸ νὰ τὸ διαπιστώσης κι ἀπὸ ὑπερήφανους ἀνθρώπους, σκέψου ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο ποὺ ὁδηγεῖ τόσο στρατὸ καὶ δὲ γνωρίζει μήτε ὅσα εἶναι σ’ ὅλους γνωστά, ὅτι ἡ πέτρα εἶναι πέτρα καὶ τὰ εἴδωλα εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ τοῦτα ἦσαν κατώτερος. Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως καὶ πιστοὶ ἀνεβαίνουν ψηλότερα ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ἀπὸ τούτους δὲν ὑπάρχει ψηλότερο. Ἀφού ξεπερνοῦν τοὺς θόλους τοῦ οὐρανου καὶ προσπερνῶντας τοὺς ἀγγέλους στέκονται δίπλα στὸ βασιλικὸ θρόνο. Μπορεῖς νὰ συμπεράνης κι ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τὴ μηδαμινότητά τους. Ποιός εἶναι πιθανὸ νὰ ταπεινωθῆ; Ὅποιος βοηθεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἤ ὅποιος πολεμεῖται ἀπ’ αὐτόν; Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅποιος πολεμεῖται. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς δύο ἡ Γραφή. Ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερηφάνους, δίνει τὴ χάρη του στοὺς ταπεινούς.
Θὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ποιὸς εἶναι ὑψληλότερος; Ὅποιος ἔχει ἀφιερωθῆ στὸ Θεὸ καὶ προσφέρει τὴ θυσία ἤ ὄποιος δὲν ἔχει καθόλου παρρησία μπροστά του; Καὶ ποιὰ θυσία προσφέρει ὁ ταπεινός; ρωτᾶ. Ἄκουσε τὸ Δαυΐδ· θυσία στὸ Θεὸ εἶναι ἡ συντετριμμένη ψυχή. Μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἐκμηδενίζει. Αὑτὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦτου. Κοίταξε ἐκείνου τὴν ἀκαθαρσία. Κάθε ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος γιὰ τὸ Θεό. Στὸν ἕνα λοιπὸν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ Θεός. Σὲ ποιὸν νὰ ρίξω τὰ βλέμματά μου, λέει ὁ Θεός, ἄν ὄχι στὸν πρᾶο καὶ στὸν ἥσυχο καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τρέμει τὰ λόγια του; Ὁ ἄλλος σέρνεται μαζί μὲ τὸ διάβολο. Γιατὶ ὁ φαντασμένος παθαίνει ὅ,τι κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἔλεγε· Μήπως πέση σὲ κρῖμα τυφλωμένος ἀπὸ ἕπαρση. Καὶ τοῦ τυχαίνει τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Θέλει νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν. Κι εἶναι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ εἶναι καταγέλαστοι, οἱ ἐχθροὶ κι οἱ ἀντίπαλοι ὅλων, τὰ εὔκολα θύματα, οἱ εὔκολοι στὸ θυμό, οἱ ἀκάθαρτοι γιὰ τὸ Θεό. Ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ αὐτό; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτο τῶν κακῶν.
Καὶ τί εἶναι πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τοὺς ταπεινούς; Καὶ τί θὰ τοὺς δώση περισσότερη μακαριότητα, παρὰ ὅταν εἶναι ποθητοὶ κι ἀξιαγάπητοι ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ὅλοι τοὺς τιμοῦς σὰν πατέρες τους, τοὺς ἀσπάζονται σὰν ἀδελφούς, τοὺς δέχονται σὰν δικούς τους. Ἄς γίνωμε λοιπὸν ταπεινοί, γιὰ νὰ γίνωμε ὑψηλοί. Γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει ὑπερβολικά. Αὐτὴ ἐταπείνωσε τὸν Φαραώ. Δὲν γνωρίζω λέει τὸν Κύριο κι ἔγινε χειρότερος ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ βατράχια καὶ τὶς κάμπιες καὶ μὲ τὰ ὅπλα μαζὶ καὶ τὰ ἄλογα καταποντίστηκε. Ἀντίθετα μ’ αὐτὸν ὁ Ἀβραὰμ λέει· Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ τέφρα καὶ νίκησε ἀμέτρητους βαρβάρους. Ἔπεσε μέσα στοὺς Αἰγυπτίους καὶ γύρισε κερδίζοντας λαμπρότερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο τρόπαιο. Κρατῶντας σταθερὰ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ γινόταν ὅλο καὶ ψηλότερος. Γι’ αὐτὸ παντοῦ μιλᾶνε γι’ αὐτὸν, γι’ αὐτὸ τὸν δοξάζουν καὶ τὸν διαλαλοῦν. Ἐνῶ ὁ Φαραὼ ἔγινε χῶμα καὶ τέφρα καὶ ὅ,τι χειρότερο ἀπ’ αὐτά.
Τίποτα δὲ μισεῖ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ ἔκαμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐξαλείψη τοῦτο τὸ πάθος. Γι’ αὐτὸ γίναμε θνητοὶ καὶ ταλαιπωρούμαστε μὲ λύπες καὶ θρήνους, μὲ ἀσταμάτητο πόνο, ἱδρῶτα καὶ ἐργασία. Ἀπὸ ἀλαζονεία ἀμάρτησε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅταν ἤλπισε πὼς θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔμεινε μὲ ὅσα εἶχε ἀλλὰ τὰ στερήθηκε κι αὐτά. Τέτοια ἡ ἀλαζονεία ὄχι μονάχα δὲ δίνει κανένα ὄφελος στὴ ζωὴ ἀλλὰ μᾶς περιορίζει κι ὅσα ἐπιτύχαμε. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνο δὲν περιορίζει ὅσα ἔχουμε ἀλλὰ μᾶς προσθέτει κι ὅ,τι δὲν ἔχουμε. Αὐτὴ λοιπὸν ἄς ζηλέψουμε, αὐτὴ ἄς ἐπιδιώξουμε γιὰ ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν τωρινὴ τιμή καὶ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ μελλοντικὴ δόξα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σ’ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
(Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον τ. Β΄, Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου)